Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Ο κώδικας είναι ποίηση (ναι, αλλά τι θέλει να πει ο ποιητής;)


Μια φορά και έναν καιρό, κρατούσα μολύβι στο χέρι. Έγραφα, έσβηνα, αν εξαιρέσουμε ότι μονίμως μουντζουρωνόμουν (γιατί ο δυτικός τρόπος γραφής είναι πρόβλημα για έναν αριστερόχειρα – γράφεις κάτι και μετά περνάει το χέρι σου από πάνω και το σβήνει) η ζωή κυλούσε ήρεμα.

Όμως, όπως συμβαίνει συνήθως στα θρίλερ του Carpenter, όπου σε μια ήσυχη (αμερικάνικη, οφ κορς) πόλη εμφανίζεται ο παρανοϊκός δολοφόνος και τους ξεκάνει όλους, ξεκινώντας από αυτόν με το χειρότερο κούρεμα προχωρώντας μέχρι να φτάσει στην πρωταγωνίστρια, που είναι όμορφη αλλά και έξυπνη, οπότε τον τρώει πριν τη φάει, όμως ο δολοφόνος εκεί που μοιάζει νεκρός σηκώνεται ξαφνικά όρθιος μέσα στα αίματα και κάνει μια ύστατη απόπειρα να τη σκοτώσει, για να φάει το τελειωτικό χτύπημα κατακέφαλα, να ξεπηδήσει ένα σιντριβάνι αίματος και να πέσουν οι τίτλοι του τέλους -με τελευταία σκηνή την ηρεμία να έχει επανέλθει στην αμερικάνικη κωμόπολη… μα καλά, πού θέλω να καταλήξω;

Α, ναι… και μετά ήρθαν οι υπολογιστές. Chat, internet, database, server, host, file transfer protocol, cookies, control panel, η ζωή μου έγινε ένα ασταμάτητο 0100101001… Τα υπαρξιακά μου προβλήματα ψηφιοποιήθηκαν: έκανα upload στο CMS αλλά μετά έγινε αυτόματο update που μου δημιούργησε πρόβλημα στο login, άσε που παρόλα τα plugin το UTF-8 δεν λειτουργεί σωστά με αποτέλεσμα οι ελληνικοί χαρακτήρες να μην εμφανίζονται, από πάνω έρχεται και το πρόβλημα {(#%_!^*)} στη γραμμή 32 του %.php και το adminpanel μου τα έπαιξε και εμφανίζει μόνο html.

Τόσες συμφορές μαζεμένες, ούτε ο Βασιλάκης Καΐλας να ήμουν. Πάσχισα να πάρω τον έλεγχο της κατάστασης, αλλά τίποτα. Μάταια χύνονταν τα δάκρυα στο πληκτρολόγιο, μάταια εκσφενδονίζονταν φτυσίματα στην οθόνη, στο βρόντο όλες οι ευχές και κατάρες. «Ρε, κάνε ρε αυτό που σου λέω!» «Μπριτς κοκό!» Μου απαντούσε με αυθάδεια.

Η διεθνής ιντερνετική κοινότητα συμπαραστάθηκε στη δυστυχία μου: αναστεναγμοί και λυγμοί ακούστηκαν απανταχού της γης, από την Ισπανία μέχρι το Χονγκ Κονγκ. Ξαφνικά ανακάλυψα τον νέο τρόπο ομαδικής (ψυχο-)θεραπείας: Τα φόρουμ.

«Μη στεναχωριέσαι, και εγώ είχα το ίδιο πρόβλημα, αλλά διορθώθηκε μόλις απέκτησα πρόσβαση στο ftp και διόρθωσα το php».

«Είναι θέμα browser, θα τα καταφέρεις»

«Δες τα cookies και τα cache σου»

«Ένα καταραμένο bug είναι μονάχα, εύκολα μπορεί να διορθωθεί το θέμα»

Κάθε τους υπόδειξη με έστελνε να κάνω μια νέα διόρθωση και κάθε διόρθωση με έφερνε αντιμέτωπη σε νέα προβλήματα, και να σου με πάλι να πληκτρολογώ στα φόρουμ:

«δεν μπορώ να κάνω login»,

«δεν μπορώ να δω το administration panel»,

«δεν μπορώ να κάνω data upload»

«δεν μπορώ να αναπνεύσω».

Προσευχήθηκα στην αγία httpία και τον άγιο google, καταράστηκα τους χίλιους bugοδαίμονες. Μάταια!

Το θέμα δεν θα το έλυνε η παραδοσιακή ιατρική ή η ψυχολογική στήριξη των απανταχού μουντζωμένων από την τύχη και τα προγράμματα. Χρειαζόμουν κάποιον με υπερφυσικές δυνάμεις: απευθύνθηκα στον σούπερμαν και τον Τσακ Νόρις, που συγκινήθηκαν από το δράμα μου (ή κουράστηκαν από τα τηλεφωνήματα και τα mail μου) και έσπευσαν να με βοηθήσουν. Κάθε λέξη τους με έστελνε να ψάχνω στο google με τις ώρες:

τι είναι dns;

τι είναι sql;

τι είναι internet;

υπάρχει θεός;

Αλλά και πάλι, οι άνεμοι της ροής δεδομένων δεν έπνεαν ευνοϊκά και έμεινα να κοιτάω την ολόλευκη screen page που πάσχιζε να κατεβάσει τα δεδομένα μου αλλά δε το κατόρθωνε με τίποτα.

Και τη στιγμή που τραγουδούσα το «έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, databasούλες», ο από μηχανής θεός, Batman και Joker στο ίδιο πακέτο, μου έδωσε την ενθάρρυνση που χρειαζόμουν και τις γνώσεις που μου έλειπαν (και στο τέλος μου έριξε και μια κατσάδα που την είδα web designer και προγραμματίστρια, τρομάρα μου!). Έτσι, δάμασα τα ατίθασα αρχεία, εξολόθρευσα με κατσαριδοκτόνο τα απαίσια bugs, τακτοποίησα το χάος των δεδομένων.

Έμεινα άναυδη από έκπληξη, ηδονή και ευγνωμοσύνη. Σχεδόν δάκρυσα όταν είδα το πρόγραμμα να ακολουθεί τις εντολές μου σαν υπάκουο σκυλάκι…

Η ζωή και πάλι κυλούσε ήρεμα, έγραφα στο πληκτρολόγιο και το internet τα έδειχνε, έτσι απλά, σαν να γύρισα και πάλι στο μολύβι και το χαρτί της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας.

[«Τίτλοι τέλους»… ή «Συνεχίζεται»… γιατί συνήθως τα θρίλερ του Carpenter έχουν και sequel…]

Υ.Γ.: Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το Wordpress

Τρίτη 5 Αυγούστου 2008

Οι ζωές των άλλων



3 φίλοι· 3 καυγάδες· 3 τηλεφωνήματα.

«Έλα, μάλωσα με τον / την... Μπήκα στο Facebook και είδα το και το…». Εγώ με το τηλέφωνο στο χέρι, να έχω μείνει παγωτό. Μα τέτοια σύμπτωση; Μέσα σε 12 ώρες άκουσα την ίδια ιστορία 3 φορές από 3 διαφορετικούς φίλους: βρήκα το password του/της…, μπήκα στο facebook του/της, είδα το και το, είμαι έξαλλος/η γιατί…

Ξαφνικά συνειδητοποίησα πόσο η ζωή μας έχει αλλάξει μετά την εμφάνιση των networks. Κάτι που στην αρχή φαινόταν ως αθώο, ανταλλαγή μηνυμάτων και εικόνων, έχει αποκτήσει άλλες διαστάσεις.

Γιατί τώρα πια ο καθένας μπορεί μέσα στην ανία της δουλειάς να φλερτάρει και να έχει και καλές πιθανότητες· βλέπεις, όταν είμαι στη δουλειά, μέσα στην ανασφάλεια και το άγχος, και μου έρθει κανένα χαριτωμένο σχόλιο θα χαμογελάσω που με σκέφτηκαν και θα πετάξω και εγώ κανένα πείραγμα – ενώ αν έβλεπα το ίδιο άτομο έξω, θα έπρεπε να βρει κάτι έξυπνο να μου πει για να μου τραβήξει την προσοχή.

Εύκολο το φλερτ από το internet. Δύσκολες οι σχέσεις. Γιατί άλλο να ανταγωνίζεσαι τον/την δίπλα ή παραδίπλα και άλλο όλους τους θεούς και θεές του internet, που βέβαια φαίνονται ακόμα πιο θεϊκοί γιατί επιλέγουν τις σωστές πόζες/ φωτογραφίες/ εργαλεία του photoshop.

Και τι κάνεις αν ο δικός/ η δικιά σου έχει αποκτήσει εμμονή με το networking; Υπομονή…

Αν πάλι δεν κάνεις υπομονή και αποφασίζεις να βρεις το password, ε, τότε τι να πω, δεν το κατακρίνω, αλλά ούτε και το εγκρίνω.

Εδώ πρέπει να πω ότι έχω ένα κόλλημα με το σεβασμό της προσωπικής ζωής. Και να πέσουν κωδικοί κάποιου στα χέρια μου ποτέ δεν τους χρησιμοποιώ, όσο και να τρώγομαι να μάθω τι κάνει ο άλλος. Όταν ξεχνάει κάποιος το mail του ανοιχτό στον υπολογιστή μου, το κλείνω χωρίς να ρίξω ούτε ένα βλέφαρο –ακόμα και να έχω κάποιο «ειδικό ενδιαφέρον» για το συγκεκριμένο άτομο. Δεν κατηγορώ αυτούς που φέρονται διαφορετικά – αλλά προτιμώ να με τρώει η περιέργεια από το να δω κάτι που δεν πρέπει· νομίζω ότι θα πέσω τέζα από τις τύψεις αν παραβιάσω την προσωπική ζωή κάποιου… Οπότε δε το κάνω και ελπίζω ότι δε θα μου το κάνουν.

Μέχρι που την πάτησα. Όχι από κάποιο ζηλιάρη γκόμενο, αλλά από κάποιον μαλλλάκα (είπαμε, η σαλλλονικιώτικη προφορά έχει επιστρέψει για τα καλά) spammer.

Πριν από λίγους μήνες κάποιος μπήκε στο λογαριασμό μου και αφού έστειλε ένα σιχαμένο spam σε όλες μου τις επαφές, από αυτά τα «dear friend» που έχει βρωμίσει ο τόπος, μου έκλεψε την on line ατζέντα μου. Καθηγητές, συνεργάτες, φίλοι, είχαν λάβει όλοι την ίδια μαλακία από εμένα – τι ντροπή! Αισθάνθηκα γυμνή, εκτεθειμένη: όλες οι εργασίες, δουλειές, ζόρια, απογοητεύσεις, σκέψεις, προσδοκίες, έρωτες, τρέλες των τελευταίων 7 χρόνων είναι εκεί, στα mail που στέλνω και λαμβάνω. Η ζωή μου και η ζωή των φίλων μου βρίσκεται πίσω από έναν κωδικό. Ανοιχτό βιβλίο για όποιον βρει τον κωδικό.

Βέβαια με τα networks το πράγμα είναι διαφορετικό: στη σελίδα του άλλου (αν απλά κοιτάζεις και δεν έχεις μπει στο λογαριασμό του) βλέπεις αυτό που θέλει ο άλλος να σου δείξει: συναισθήματα, εμπειρίες, σκέψεις. Και πάλι όμως, προσπαθώ να αποφεύγω το χάζεμα, γιατί πρώτον είναι χάσιμο χρόνου και δεύτερον γιατί όλοι έχουμε έναν voyeur μέσα μας (ναι, και εγώ, και εσύ, όλοι) και καλό είναι να μην τον τρέφουμε.

Ιδιαίτερα αν έχεις κάποιο «ειδικό ενδιαφέρον» για να δεις τη σελίδα κάποιου, τότε είναι που πρέπει να το αποφεύγεις, γιατί μπορεί να εθιστείς στις ιντερνετικές παρακολουθήσεις. Οπότε κρατήσου όσο μπορείς και μην κοιτάς. Βέβαια αυτό έχει και τα αρνητικά του, γιατί ενώ θα μπορούσες να ξέρεις, απλά εικάζεις· έτσι μπορεί να φαντάζεσαι ότι η καινούρια είναι καμιά Monica Belucci, ενώ λίγα κλικ μπορούν να σου αποκαλύψουν ότι μάλλον δεν είναι. Καλύτερα όμως να σε τρώει παρά να ενδώσεις…

Γιατί μπορείς να καταλήξεις να σε ενδιαφέρει η ζωή των άλλων περισσότερο από τη δική σου

Όλα ξεκίνησαν με το MySpace, που φαινόταν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι· και τώρα που το σκέφτομαι ήταν «η εποχή αθωότητας» των networks. Το βαρέθηκα σχετικά γρήγορα, τώρα πια το χρησιμοποιώ κυρίως για επαγγελματικούς λόγους. Μετά ήρθε το Facebook, όπου έμπαινα μόνο για να δω τι μου έγραφαν οι φίλοι, μην καταλαβαίνοντας τι το ιδιαίτερο είχε και είχαν κολλήσει όλοι. Και τι δεν έκαναν να με δελεάσουν: Φραπέδες, πρόβατα, μέχρι και τον Justin Timberlake μου πέταξαν μια μέρα! Εγώ όμως βράχος: Τζάστιν, τζάστην!

Όμως, ο internet browser μου, που είναι τίνγκα στα widgets και σούπερ-κουτσομπόλης υπέκυψε· έτσι, ακόμα και χωρίς να είχα κάνει log in, μου ξερνούσε τα πάντα: ο τάδε έκανε αυτό, ο δείνα σκέφτηκε εκείνο. Σαν τα λευκώματα του σχολείου. Βλακώδες, αλλά δεν έβρισκα και λόγο να κλείσω το παραθυράκι, γιατί καμιά φορά ήταν καλό αντιστάθμισμα για την πίεση της δουλειάς …

Μετά όμως μπαίνεις στο λούκι να το τροφοδοτείς και εσύ, για να βλέπουν οι φίλοι σου τι κάνεις. Κάπως έτσι, πριν από λίγες μέρες σκέφτηκα ότι καμία από τις επιλογές που μου δίνονται για το «status» δε με ικανοποιούσε. Οπότε από single το άλλαξα σε «τίποτα», κάτι που μου φάνηκε αθώο, όμως το facebook δε μάσησε: αποφάσισε ότι κάτι βρωμάει εδωπέρα (σιγά να μη σας πω ;) ) - κανένα μυστικό πάθος θα έχει, σου λέει, οπότε παίρνει την πρωτοβουλία να κοτσάρει μια κόκκινη καρδιά δίπλα στο όνομά μου. Όπως ήταν αναμενόμενο, έπεσε χοντρό δούλεμα από τους φίλους: «Τι έγινε;» «Ερωτεύτηκες;» «Παντρεύεσαι;». Γκρρρρρ…

Πέρα από τ’ αστεία όμως, τα σχόλια που έπεφταν σωρηδόν φανέρωναν ότι όλοι παρακολουθούν το facebook. Σε βαθμό που δεν είχα φανταστεί… Και το πράγμα άρχισε να δείχνει ακόμα πιο σουρεαλιστικό, όταν άρχισα να δέχομαι τηλεφωνήματα για facebookοκαυγάδες· «μα πώς κάνετε έτσι γι αυτή την βλακεία;» έλεγα ξανά και ξανά. Εύκολο να κοροϊδεύεις όταν είσαι έξω από το χορό, δηλαδή δηλώνεις single ή τίποτα, οπότε με ποιόν να μαλώσεις. Όμως αν θέλεις ένα καλό καυγά, γι’ αυτό είναι οι φίλοι.

Έτσι, λίγες ώρες μετά τα απανωτά τηλεφωνήματα, το newsfeed της homepage του internet browser μου (αν η μαμά μου διαβάζει αυτό το blog στάνταρ θα νομίζει ότι έμπλεξα σε καμιά παραθρησκευτική οργάνωση με όλη αυτή την ορολογία) μου πετάει το δόλωμα: φωτογραφίες. Νάτος ο πειρασμός: με μια απλή κίνηση θα βγω από μια περιέργεια που είχα μήνες τώρα: λες να είναι όμορφη σαν τη Monica Belucci; Όμως δεν πρέπει… Μην κλικάρεις, μην κλικάρεις, σταμάτα, σταμάτα, τι πας να κάνεις; Μηηηηηη!!!!

Πολύ αργά, έκανα αυτό για το οποίο κορόιδευα τους άλλους. Είδα. Τελικά δεν ήταν σαν τη Belucci. Ε, και; Δεν είχε καμιά σημασία, είχα περιπέσει στο αμάρτημα του voyeurism και αισθανόμουν σαν Κατ[ασκοπ]ίνα. Είπα να ομολογήσω εμμέσως πλην σαφώς την ειδεχθή μου πράξη στον Β·Β·Β, που είναι αρκετά ειλικρινής για να παραδέχεται ότι κοιτάζει τα networking profiles των άλλων συχνά πυκνά (ναι, και το δικό μου) και αρκετά hacker για να ξέρει να κοιτάζει και περισσότερα... Έγινε έξω φρενών μαζί μου. Παρακολουθώ τη ζωή των άλλων λέει και είμαι μια υποκρίτρια που του προκαλεί ναυτία, γιατί εγώ κανονικά τα κοροϊδεύω αυτά. Λέει ότι δεν πρέπει να κρίνω τους άλλους για πράγματα που κάνω και εγώ· του απαντώ ότι μπορώ να κρίνω και τους άλλους και εμένα –και να που με ξεφωνίζω στο ίδιο μου το blog. «Ε, και εσύ θυμώνεις που έκανα κάτι που κάνεις και εσύ και όλοι! Όλοι παρακολουθούν τις ζωές των άλλων!» του αντιγυρίζω.

Μαλώσαμε.

4 φίλοι· 4 καυγάδες· 3 τηλεφωνήματα + 1 blog post… ;)

Υ.Γ.1: Μετά από αυτό το post βλέπω να έρχεται και άλλος καυγάς. ΩΩΩΩχχχχ! Είναι ανώνυμο το blog ρε παιδιά, μη βαράτε!

Υ.Γ.2: Ο τίτλος είναι από την ταινία «Das Leben der Anderen».

Στη φωτογραφία ένας τοίχος γεμάτος μάτια από το Άμστερνταμ. Το εντυπωσιακό για την Ολλανδία είναι ότι ο voyeurism φαίνεται να είναι κάτι απενοχοποιημένο: τα σπίτια έχουν μεγάλα παράθυρα χωρίς κουρτίνες και μπορείς να βλέπεις στο εσωτερικό, αλλά και αυτοί να βλέπουν ποιος περνάει το δρόμο με κατάλληλα τοποθετημένους καθρέφτες. Αυτό μπορεί να το δει κανείς στους πίνακες της ολλανδικής ζωγραφικής του 16ου αιώνα, αλλά και σήμερα, με μια μικρή βόλτα στην Ολλανδία. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι ο Big Brother ξεκίνησε από εκεί…

Να και ένα ωραίο τραγούδι να θυμηθούμε: "I spy" των Pulp


Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008

That crazy Casbah jiiiiiiiive!

Με αεροπλάνα και βαπόρια… Απίστευτα χιλιόμετρα έχει γράψει το κοντέρ μου την τελευταία βδομάδα· Ολλανδία, Ισπανία, Ελλάδα, με κάθε μεταφορικό μέσον: αεροπλάνο, ποδήλατο, τρένο, αυτοκίνητο, καράβι. Πάντα με το mp3 παρέα, για να περνάει η ώρα ευχάριστα με μουσική.

Αλλάζοντας τραγούδια ασταμάτητα στα ταξίδια μου, σκεφτόμουν ότι κάθε τραγούδι είναι από μόνο του ένα ταξίδι, σε στιγμές που ζήσαμε ή θα ζήσουμε: το «Spoons» του Damon Albarn με πηγαίνει σε ένα βροχερό περίπατο στο Φιλοπάππου πρόπερσι, το «Youre so great» των Blur στη Μύκονο πριν από καμιά δεκαετία, το «Ventilaor R-80» των Ojos de Brujo στην αγαπημένη μου Βαρκελώνη που απέχει λίγες μέρες από το τώρα, το «Oh, my Golly» των Pixies στην εφηβεία -προ αμνημονεύτων χρόνων δηλαδή, το «Ja sei namorar» των Tribalistas στη Βραζιλία όπου θα πάω σε λίγους μήνες –αλλά ήδη έχω αρχίσει να την ονειρεύομαι.

Τα περισσότερα τραγούδια μου θυμίζουν μια στιγμή ή ένα πρόσωπο και όταν τ’ ακούω κάνω ταξίδι στον τόπο και στο χρόνο· ενώ παράλληλα εναποτίθενται πάνω του τα χρώματα και οι μυρωδιές της κάθε στιγμής που τ’ ακούω.

Καμιά φορά το «φόρτωμα» είναι τόσο μεγάλο για ένα και μόνο τραγούδι, που δυσκολεύομαι πια να το ακούσω: για παράδειγμα το Clandestino του Manu Chao, το έχω συνδέσει με τόσες στιγμές και πρόσωπα επί μια δεκαετία και βάλε, ώστε δεν μπορώ πια να συγκεντρωθώ στη μελωδία (είναι και οι στίχοι τόσο δυνατοί…).

Τις περισσότερες φορές οι εικόνες έρχονται και σε πλημμυρίζουν ξαφνικά, όμως άλλες φορές το ξέρεις ότι θα συμβεί ήδη από τη στιγμή που φορτώνεις το mp3 player με τραγούδια.

Αντίθετα, αν ακούς ραδιόφωνο μπορεί να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με όλες αυτές τις αναμνήσεις και τις μελωδίες απροειδοποίητα. Αν πάλι είσαι εσύ αυτός/αυτή που παίζει τη μουσική, έχεις πολύ έντονο το αίσθημα ότι μοιράζεσαι δικές σου στιγμές με όσους σε ακούνε, ανθρώπους που μπορεί και να μην έχεις δει ποτέ, αλλά είναι εκεί και επικοινωνείτε μέσω της μουσικής.

Από τη θέση του ακροατή, την προηγούμενη βδομάδα, λίγες ώρες πριν πάρω την πτήση μου για Ελλάδα, είχα μπει στη ραδιοφωνική παρέα του Casbah. Αποτέλεσμα: πρώτον, να αφαιρεθώ και παραλίγο να ξεχάσω τον υπολογιστή μου στην Βαρκελώνη (Bir, σε καθιστώ υπεύθυνο) και δεύτερον: δυο μέρες αργότερα ονειρεύτηκα ότι ξανάκανα εκπομπή στο Casbah. Ευτυχώς το όνειρό μου έγινε γρήγορα πραγματικότητα. Σήμερα, 8-9 έπαιζα μουσική στο Casbah.

Επειδή έτσι μου επιβάλλει η παιδεία και η ανατροφή μου (ροκού από την κούνια μου γαρ, ασχέτως που τελευταία το έχω γυρίσει στα μπίτια) ξεκίνησα με τους Citys Last Noise, ένα συγκρότημα της Βαρκελώνης που προπαγανδίζω όπου βρεθώ και όπου σταθώ. Αφού έκανα τους ακροατές να υποφέρουν χοροπηδώντας σε ρυθμούς punk μέσα στη ζέστη, είπα ν’ αφήσω να μπει λίγο δροσερό αεράκι έθνικ στο ραδιόφωνο. Να η λίστα των τραγουδιών που έπαιξα:

1. City’s Last Noise – Beneath the waves

2. Cat Power – Nude as the news

3. PJ Harvey – 50ft Queenie

4. Pixies – Oh my Golly!

5. Blur – You’re so great
6. Xaxakes – Vasilias

7. Cardigans – My favorite game

8. Mano Negra – King Kong Five

9. Asian Dub Foundation – Collective Mode

10. Amadou et Mariam – La réalité

11. Rodes feat. Arvanitaki – Fovamai

12. Jarabe de Palo – La Flaca

13. Dusminguet – Le cha cha cha

14. Ojos de Brujo – Ventilaor R-80

15. Tribalistas – Ja sei namorar

16. Damon Albarn & Co. – Spoons

17. Les Negresses Vertes – La valse

18. The City’s Last Noise - Bones

Θα τα πούμε στο Casbah ;)

Μέχρι τότε, δείτε κάτι παλιό αλλά αγαπημένο (Mano Negra, King Kong Five):


Ο τίτλος είναι από το Rock the Casbah των Clash. Στη φωτογραφία, ένα graffiti από τη Raval στη Βαρκελώνη…

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2008

Επιστροφή.gr

ENGLISH

Ταξί #1: [προς το ραντεβού] Μπουζούκια στο ραδιόφωνο, βρίσιμο στους περαστικούς και μετά καυγάς: ο ταρίφας ήθελε να με πείσει ότι το να κουβαλάς ένα 50ευρω ισοδυναμεί με το να μην έχεις χρήματα, γι’ αυτό πρέπει να τον προειδοποιείς πριν μπεις – πού να βρει τα ρέστα ο καημένος. Εγώ να προσπαθώ να τον πείσω ότι το χαρτονόμισμα των 50 ευρω είναι λεφτά.

Ταξί #2: [προς το σπίτι] Chill out μουσική, πανσέληνος έξω από το παράθυρό μου και ένας εξαιρετικά ομιλητικός ταξιτζής, που να προσπαθεί να μου μεταγγίσει τη σοφία που αποκόμισε από τη ζωή και να μιλάει για τα πάντα, από οικολογία μέχρι τους κινδύνους της ασφάλτου.

Λίγες ώρες μετά την άφιξή μου, με μόλις δύο ταξί, ήταν ήδη ξεκάθαρο: επέστρεψα.

Συναντήσεις με φίλους - ξεχωριστούς φίλους, μουσακάς, ντομάτα με φέτα, βόλτα στη θάλασσα, η φράση εσυποτεθακανειςοικογενεια να ηχεί στ’ αυτιά μου: επέστρεψα.

Και προσπαθώ να προσαρμοστώ στην ελληνική πραγματικότητα, με τα κακά και τα καλά της. Ήδη τράκαρα μια διαδήλωση όπου ο κόσμος δεν διαμαρτυρόταν για το γεγονός ότι παίρνει 1000 ευρώ το μήνα (ή λιγότερα) ή για το ότι η Θεσσαλονίκη είναι από τις πιο μολυσμένες πόλεις της Ευρώπης, αλλά επειδή ο Απόλλωνας Καλαμαριάς δε τα πηγαίνει καλά στο πρωτάθλημα. Αλλά και έζησα μια όμορφη καλοκαιρινή βραδιά – από αυτές που όλοι θέλουν να κρατήσουν κι άλλο κι άλλο, και μένουν μέχρι αργά το βράδυ στους δρόμους να πίνουν και να τα λένε. Και ξαναείδα τη Θεσσαλονίκη: με τις αντιφάσεις, το λούστρο και την παρακμή της, την παράξενη ομορφιά της.

Όπως έχω ξαναπεί: να ζεις έξω και να επιστρέφεις σου δίνει ένα περίεργο συναίσθημα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά την άφιξή σου, ήδη νιώθεις ότι δεν έφυγες ποτέ, ήδη έχεις γίνει ένα με το μέρος· «η ισπανική προφορά σου άλλαξε» μου είπε η LuV στο τηλέφωνο, λίγο αφότου έφτασα (η ποντιακή – Σαλλλλονικιώτικη προφορά επέστρεψε!).

Την προηγούμενη μέρα, στη βόλτα μας στη Βαρκελώνη, γκρίνιαζα για το ότι δεν ήθελα να φύγω· κανείς δε θέλει να φύγει από αυτή την πόλη, όσοι φίλοι μου το έκαναν να γυρίζουν ξανά και ξανά.

Τώρα όμως η Βαρκελώνη είναι εκεί σαν μια παράλληλη πραγματικότητα, μια παράλληλη ζωή – όπως θα έλεγε η LuV, είναι σαν το πρόγραμμα “Parallel”: κάνεις install στον Mac σου και μετά περνάς από Mac σε Windows ή σε Linux χτυπώντας ένα βελάκι στο πληκτρολόγιο. Μου λείπει η BCN και θέλω να ξαναγυρίσω, αλλά όσο είμαι εδώ, είναι τόσο φυσικό να είμαι εδώ. Και όταν επιστρέψω, θα είναι σαν να μην έλειψα ούτε μια μέρα. Κουβαλάω και τις δυο πόλεις μέσα μου. Και τις δύο ζωές.

Τώρα ετοιμάζω τα πράγματά μου για τη θάλασσα· τη θάλασσα στα καλύτερά της, όταν έχεις όλη την παραλία για πάρτη σου και όταν μπαίνεις στη θάλασσα είναι τόσο καθαρή και ήρεμη που βλέπεις και το παραμικρό βοτσαλάκι στο βυθό. Και όταν βγαίνεις ή ξαπλώνεις στην παραλία με τις ώρες ή πηγαίνεις να παίξεις κανα τάβλι και να πιεις φραπέ στο beach bar. Καλοκαίρι στην Ελλάδα… Ό,τι καλύτερο :)


Στη φωτογραφία, η ο-ο-ο-ο όμορφη Θεσσαλονίκη...

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

Να Sonar-ει κανείς ή να μην Sonar-ει; Ιδού το ερώτημα

ENGLISH

Και πάλι στις φιέστες! Ειλικρινά δε φταίω εγώ, η πόλη φταίει. Αυτή τη φορά πραγματικά ήθελα να κάτσω στα αυγά μου, αλλά το παραδέχομαι, δεν είμαι δυνατός χαρακτήρας. Για πολύ καιρό μονολογούσα «να Sonar-ει κανείς ή να μην Sonar-ει; Ιδού το ερώτημα» αλλά μόλις άρχισε να καταφθάνει το πλήθος των επισκεπτών – που δε σκιάχτηκε από τα περίεργα υβρίδια που επιστρατεύτηκαν για τη διαφήμιση του γεγονότος - φορτωμένο με τατουάζ, πίρσινγκ, ράστα ή χρωματιστές ανταύγειες, είπα, για κάτσε, αυτοί έρχονται τόσο δρόμο για να το δουν, και εμένα που είναι δέκα λεπτά από το σπίτι να μην πάω;

Και τότε βρήκα την απάντηση: «Να Sonar-ει!!!».

Όμως τα εισιτήρια του Σαββάτου είχαν ήδη τελειώσει· μαχαιριά στην καρδιά. Το συζήτησα με τη LuV, την επίσημη σύντροφό μου στις φιέστες και αφού αναλύσαμε τα συναισθήματά μας καταλήξαμε ότι έπρεπε να πάμε το γρηγορότερο να πάρουμε εισιτήρια, γιατί αν δε τα δώσουμε στο Sonar θα μας τα φάνε οι ψυχολόγοι (ακόμα να ξεπεράσω ότι έχασα τους Beastie Boys πέρυσι, παρά τις 3.876 ώρες ψυχανάλυσης) και δε λέει.

Έτσι, μέσα σε λίγη ώρα ήμασταν κιόλας στο δρόμο για το Sonar της Παρασκευής. Το Sonar by Night έπεφτε ολίγον πιο μακριά από το ημερήσιο, οπότε χρειάστηκε κάμποσος ποδαρόδρομος και λεωφορειοδιαδρομή για να φτάσουμε. Σε ένα χώρο τεράστιο, που ακόμα και μετά από πολλές περιπλανήσεις στα 200.000 τετραγωνικά του, δε χωνέψαμε το μέγεθος.

Μα πώς γίνεται να γεμίσει; Και όμως, μία ώρα και 30.000 εισόδους αργότερα (σύμφωνα με ένα φίλο που είναι καλά πληροφορημένος), ήταν φίσκα με «κυριλέ εναλλακτικούς» σαν εμάς που μπορούσαν να πληρώσουν το τσουχτερό εισιτήριο. (Έξω από το Sonar όλοι οι πραγματικοί εναλλακτικοί να πουλάνε μπύρες και σουβλάκια – κοινωνική διαστρωμάτωση ακόμα και εδώ, τι τα θες).

Ο κόσμος διαρκώς σε κίνηση, χόρευε, μιλούσε, πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα από τον ένα χώρο στον άλλο.

Επειδή το καταστρώσαμε ολίγον αυθόρμητα, δεν είχαμε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μας για να δούμε, το βασικό μας σχέδιο ήταν «ας μας κερδίσει ο καλύτερος». Ξεκινήσαμε τσαλαβουτώντας σε dj sets από εδώ και από εκεί, μέχρι να αρχίσουν οι Madness, τους οποίους όμως τελικώς δεν είδαμε, γιατί την προσοχή μας τράβηξε η Yelle. Η γαλλική μουσική μου φαίνεται πολύ γλυκιά, γιατί ακόμα και το «θέλω να σε δω σε ταινία πορνό» ακούγεται τόσο χαριτωμένο αν το πεις στα γαλλικά… Όμως η τύπισσα είχε καλή σκηνική παρουσία και το live της ήταν pas mal (μα πώς τα μιλάω τα γαλλικά) οπότε μείναμε.

Στη συνέχεια περάσαμε από του Diplo, αλλά λίαν συντόμως αισθανθήκαμε σαν ψηφιακοί ήρωες σε βιντεοπαιχνίδι, οπότε μετά από λίγα λεπτά είπαμε “game over” και κινήσαμε για τον Ewan Pearson, όχι τόσο γιατί μας εντυπωσίασε το πλούσιο βιογραφικό του (τι να πρωτοθυμηθεί κανείς, συνεργασίες με Depeche Mode, Goldfrapp, Ladytron, Franz Ferdinand) αλλά κυρίως επειδή έπαιζε ωραίες σπιτικές house μελωδίες.

Αν και η Róisín Murphy που ακολούθησε ήταν εξίσου καλή στο live, τα αυτιά μας και τα πόδια μας ζητούσαν κάτι δυνατότερο, οπότε κάναμε ένα σάλτο παραδίπλα και πήγαμε στους…

Justiiiice! Ζουστίς, ναι έτσι προφέρεται και είναι ό,τι πιο δυνατό έχω ακούσει τελευταία – Τι; Εγώ είπα ότι η γαλλική μουσική είναι πολύ γλυκιά; Είπα ξείπα, το παίρνω πίσω! Ο ρυθμός απίστευτα δυνατός, δονούσε όλο το σώμα. Τα αυτιά μου δε χόρταιναν την μουσική που ήταν μεν ηλεκτρονική στο άκουσμα, αλλά καθαρά ροκ στην ουσία – μπορείς να χορέψεις ή να κάνεις headbanging – εγώ απλά δε σταμάτησα να χοροπηδάω. Ο ήχος τους κυρίευσε το μυαλό μου και είναι ακόμα εκεί…

Τι άλλο να ζητήσει ο άνθρωπος; Περιπλανηθήκαμε για κάμποσο στο χώρο και τελικά φύγαμε με τους Justice στο μυαλό μας. Μετά από περπάτημα σε ερημιές, απροσδόκητες συνομιλίες, παράξενες διαδρομές, κατέληξα να διασχίζω μόνη μου, 6 τα ξημερώματα, τη Ραβάλ.

Οι δρόμοι έρημοι, ήσυχοι, γαλάζιοι από το φως που μόλις έφτανε στην πόλη. Ήταν η ηρεμία που χρειαζόμουν μετά τη φιέστα. Ήταν πολύ όμορφα, αλλά η έντονη μυρωδιά από κάτουρο (σκεφτείτε ότι στις 3 κάθε βράδυ πλένουν όλους τους δρόμους της πόλης και τρεις ώρες αργότερα μύριζαν πάλι – η Βαρκελώνη είναι γεμάτη από βρομύλους) ήταν εκεί για να μου θυμίσει ότι η ζωή δεν είναι κινηματογράφος, αν και μπορεί να μοιάζει μερικές φορές, και ότι τελικά τα sequel δεν είναι απαραιτήτως κακά…


Υ.Γ. Πάρτε τώρα μια γεύση από Sonar: Justice, We are your friends!




Στη φωτογραφία, το Sonar!!!

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

Razzmatazz... and the nights on the town oh-oh-oh

ENGLISH

Πέμπτη πρωί, δουλειά, σαν το ζόμπι πίνω τον ένα καφέ μετά τον άλλο για να συνέλθω από την αϋπνία. Τα πόδια μου ακόμα πονάνε από το χοροπηδητό. Ναι, καλά καταλάβατε, πάλι κραιπάλιασα, και όπως κάνω μετά από κάθε φιέστα, το ρίχνω στη φιλοσοφία, δηλαδή γράφω κάνα post για να μοιραστώ με την υφήλιο τις πνευματικές ανησυχίες ενός μυαλού που προσπαθεί να συνέλθει από το ξενύχτι και το ποτό.
Ωωωωωχχχ! Χαλάλι, το πάρτι είχε πολύ ωραία μουσική, που κρατούσε τις αρμονίες μεταξύ ντάμπα και ντούμπα, ο κόσμος πολύ φιλικός, σου έπιανε την κουβέντα αλλά η φασαρία δεν άφηνε τη συζήτηση να πάει πολύ μακριά, πέρα από το «Τιιιι; Τι είπεεεες; Δεν ακούωωωωω!», οπότε όλοι χόρευαν σαν τρελοί, χύνοντας τα ποτά τους πέρα δώθε ευτυχισμένοι– το πουά φόρεμα αποδείχτηκε καλή ιδέα, έγινε ακόμα πιο πουά από τους λεκέδες, όμως τα πόδια μου είχαν ένα σοβαρό πρόβλημα με τα ποτά που κολλούσαν, εγχείριση χρειάστηκα για να ξεκολλήσω τα παπούτσια μου από τα πόδια.

Με άλλα λόγια, άξιζε, αλλιώς γιατί να ξεσηκωθώ μεσοβδόμαδα να τρέχω σε κλαμπ…; Χμ, αυτό δεν είναι επιχείρημα, είμαι από τους ανθρώπους που τους τραβάει όσο τίποτα άλλο το απροσδόκητο, η ξαφνική φιέστα, η ξεχωριστή στιγμή. Αυτό που λέω πάντα στον εαυτό μου είναι «αν μείνω σπίτι, ξέρω τι θα γίνει… αν βγω όμως;». Κάθε ανάμνηση είναι πολύτιμη για τη συλλογή μου, τη συλλογή μου από στιγμές (Προσοχή προσοχή! Μετακραιπαλικές μεταμεθυσιακές σκέψεις ακολουθούν!!!).

Κάποιες φορές νιώθω σαν τον ήρωα του Ρένου Χαραλαμπίδη στα Φτηνά Τσιγάρα, Μια ταινία όπου δε γίνεται τίποτα το ιδιαίτερο – δύο άνθρωποι που συναντιούνται τυχαία και κάνουν βόλτα στην καλοκαιρινή Αθήνα μέχρι τα ξημερώματα – όμως συμβαίνουν τόσα πολλά…

Όπως και εκείνος, έτσι και εγώ είμαι ένας συλλέκτης στιγμών. Και όπως κάθε συλλέκτης, έχω τους αγαπημένους καλλιτέχνες. Αυτούς που ονομάζω «μάγους στιγμών», που είναι ικανοί να σε τρέχουν σε φιέστες μεσοβδόμαδα, να παρακινούν αυθόρμητες συναυλίες σε κλειστά θέατρα, να σε καλούν σε συναντήσεις κάτω από τη βροχή, να σε φέρνουν κοντά στους πιο παράξενους ανθρώπους, να σε βάζουν να χορεύεις σε σκυλάδικα στην εθνική, να σου διαβάζουν άρλεκιν κάτω από τα φώτα του δρόμου, να σε καλούν σε διακριτικές κατασκοπείες με φωσφοριζέ καπέλα και αντίσκηνα παραμάσχαλα (δεν είναι σουρεαλιστικό ποίημα, είναι η ζωή μου).

Πώς τους ξεχωρίζεις; Γίνε λίγο παρατηρητικός. Θα τους δεις να παρατηρούν την αντανάκλαση του κόσμου στην ανάποδη πλευρά ενός κουταλιού, να χαράζουν με τα καλά τους παπούτσια στο χώμα το όνομα του αγαπημένου τους, να ζωγραφίζουν στους τοίχους όταν νομίζουν ότι κανείς δε τους βλέπει, να ξεκινούν για τη δουλειά με το skateboard στο ένα χέρι και το χαρτοφύλακα στο άλλο, να ψάχνουν επί δέκα λεπτά ποιο τραγούδι ταιριάζει να σου βάλουν σε μια πεντάλεπτη διαδρομή με το αυτοκίνητο, να ζωντανεύουν με τα λόγια και τη μουσική τόπους όπου δεν έζησες ποτέ…

Οι «μάγοι στιγμών» είναι άνθρωποι που μπαίνουν στη ζωή σου και την κάνουν λίγο πιο κινηματογραφική. Έρχονται, σκάνε σαν βόμβα και μετά μπορεί να φύγουν το ίδιο ξαφνικά. Το ξέρεις ότι θα ξανάρθουν, αλλά μπορεί και να μη τους ξαναδείς ποτέ. Είναι σαν τον άνεμο. Ή το κύμα της θάλασσας. Ποτέ δε τους πιάνεις, ποτέ δεν ξέρεις τι σκέφτονται. Και πού θα σε βγάλει μαζί τους. Αν σε μαγεύει η στιγμή, είναι ό,τι καλύτερο. Αν θέλεις διάρκεια, μπορεί να σε απογοητεύσουν (ή και όχι, αυτό το απροσδόκητο είναι κομμάτι της γοητείας τους). Μπορείς να βασίζεσαι στη φιλία και τη βοήθειά τους, αλλά όχι και στην διαρκή παρουσία τους.

Και όταν έρθει η στιγμή να φύγουν, πρόσεξε να μείνεις μόνο μέχρι τους τίτλους του τέλους και να μην πας να δεις και το sequel – τα νούμερο δύο δεν είναι ποτέ τόσο καλά όσο η αρχική ταινία, χαλάνε την μοναδικότητα της στιγμής. Να ξέρεις πότε να λες αντίο και να προσπαθείς να μην το παίρνεις κατάκαρδα. Και το αντίο μια στιγμή είναι. Ζήσε την, μη την φορτώνεις με λόγια, βρες μόνο τα σωστά ή δανείσου τα από άλλους:

Θα ήθελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω

Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη

Σαν μια μπόρα

Ούτε που πρόλαβα ν’ αρχίσω

Ούτε που πρόλαβα να σου πω τη μοναδική μου ιδιότητα

Είμαι συλλέκτης

Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου:

Στιγμές

Όταν έχω αυτό τον ξαφνικό πόθο να πετάξω

Και δεν έχω πού να πετάξω

Κρύβομαι στη συλλογή μου

Γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές, τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές

Σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια, λόγια…

Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά

Η ζωή ξέρει

Και εγώ την εμπιστεύομαι

Είμαι από αυτούς

Που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα

(Ρένος Χαραλαμπίδης, «Φτηνά Τσιγάρα»)

Υ.Γ.: Ο τίτλος κανονικά ήταν “This magic moment”, εμπνευσμένος από το Lou Reed, αλλά σήμερα δεν μπορώ να βγάλω το Razzmatazz των Pulp από το μυαλό μου, οπότε το άλλαξα. Πάρτε λοιπόν μια γεύση από Pulp και από Razzmatazz Club (ξέρω, τα μουσικά μου γούστα είναι ολίγον πολυσυλλεκτικά):



Στη φωτογραφία το club Razzmatazz χθες το βράδυ…

Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

Rock El Casbah!

ENGLISH

Casbah· οχυρό για τους Άραβες, τραγούδι για την ελευθερία από τους Clash ή για το θάνατο από τους Αμερικανούς εισβολείς στον Κόλπο. Και για μένα; Εξαρτάται από το άρθρο. Rock the Casbah: μακρινή ανάμνηση κάποιου που έχει χαθεί κάτω από τη σκόνη του χρόνου. Rock el Casbah: ίσως η αρχή της τωρινής μου τρέλας!

Μπαίνουμε στη μηχανή του χρόνου και πάμε δυο χρόνια πίσω: μια μέρα πριν τις εξετάσεις για την υποτροφία που με έστειλε εδώ που είμαι τώρα. Αντί να διαβάζω το ξενυχτάω στη συναυλία του Racid Taha. Βγαίνει σαν θεός του ροκ, δερμάτινη καμπαρτίνα μέσα στη ζέστη του αθηναϊκού Μάη, μαύρο γυαλί που δεν αποχωρίστηκε στιγμή και παίζει αξέχαστα. Μέχρι να μας αποχαιρετήσει με το Rock El Casbah είχαμε ξημερωθεί σχεδόν και δε μου έμενε ούτε λεπτό για ύπνο. Πήγα άυπνη στις εξετάσεις και αναγκαστικά άφησα το ζήτημα στον αυτόματο πιλότο, δηλαδή το υποσυνείδητο, που ευτυχώς ήξερε τα θέματα των εξετάσεων πολύ καλύτερα από εμένα· έτσι πήρα την υποτροφία και ένα όνειρο ως τότε μακρινό και ασαφές, να ζήσω στο εξωτερικό, ήρθε και ντουπ! προσγειώθηκε στη ζωή μου.

Ελπίζω με αυτή μου την αφήγηση να κατορθώνω να περάσω τη σοφία μου στους νεότερους: δηλαδή να τους διδάσκω πώς να πηγαίνουν να δίνουν εξετάσεις (κουρούμπελα), πώς να εμπιστεύονται το ένστικτό τους όσο και τη λογική (ιδιαίτερα όταν έχουν ξεχάσει τη λογική σπίτι σε κάποιο συρτάρι) και φυσικά πώς να μη χάνουν συναυλία για συναυλία. Και πάνω απ’ όλα να εξηγήσω πώς και γιατί η λέξη “Casbah” μου άλλαξε τη ζωή, όσο να πεις.

Πριν από λίγο καιρό το Casbah έγινε και κάτι ακόμα: η ραδιοφωνική μου παρέα. Μετά από πρόσκληση του Bidibi, ο οποίος ευτυχώς δε μου κρατάει κακία που του έχω κολλήσει αδίκως και παραλόγως το παρατσούκλι Βiribiridibis, χθες το βράδυ στις 12 ώρα Ελλάδος έκανα το ραδιοφωνικό μου ντεμπούτο στο Radio Casbah! Ξεκίνησα με ένα playlist από αγαπημένα τραγούδια, που θα κρατούσε για μια ώρα, όμως οι φίλοι που μου κρατούσαν παρέα με έκαναν να περνάω πολύ ωραία και να μη θέλω να ξεκουμπιστώ, οπότε άρχισα να ψάχνω στο σκληρό και γι’ άλλα τραγούδια. Και να τα τραγούδια που έπαιξα τελικά:

1. Pulp – Stylorock (nights of suburbia)

2. The Κillers – Somebody told me

3. Svinkels – Réveille le punk

4. Gorillaz – Punk

5. Beastie Boys – Sabotage

6. Pixies – Gouge Away

7. The Dandy Warhols – Get Off

8. Franz Ferdinand – Take Me Out

9. Fischerspooner – Never Win

10. Primal Scream – Some Velvet Morning

11. PJ Harvey – Shame

12. Tricky – Diss Never

13. Mano Negra – King of Bongo

14. Sonic Youth – Dirty Boots

15. The Clash – Guns of Brixton

16. Racid Taha – Rock El Casbah

17. Orishas – Mística

18. Gorillaz – Tomorrow Comes Today

19. Δημοσθένης ΓρίβαςBedtime

20. Ladytron – International Dateline

21. Blur – Beetlebum

22. Mano Negra – Le Bruit du Frigo

23. Les Negresses Vertes – Hasta Llegar

24. Antonio Pinto & Ed Cortes – Nem Vem Que Não Tem

25. Tom Waits – Temptation

26. Lou Reed – Walk On The Wild Side

27. Blur – Out Of Time

28. The Stone Roses – I Wanna Be Adored

29. Depeche Mode – Stripped

30. New Order – Blue Monday

31. Gun Club – Sex Beat

Ευχαριστώ πολύ τα παιδιά από την παρέα του Casbah!


Όσο για τη φωτογραφία: κάθε blogger φωτογραφίζει κάτι χειρόγραφο και στη συνέχεια προσκαλεί και άλλους στο παιχνίδι. Ο Bidibis με προσκάλεσε να κάνω και εγώ το δικό μου χειρόγραφο και εγώ προσκαλώ με τη σειρά μου τους NoNickNameToday και Alexander de Querzen. Αν θέλουν ας φτιάξουν τα δικά τους!

As for the photo: every blogger takes a photo of something he/she has written by hand and then invites others to the game. Bidibis invited me to make my own and I invite NoNickNameToday and Alexander de Querzen. They can make their own if they like!

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

Ομφάλιος λώρος

ENGLISH

Επιστροφή στο σπίτι μετά τη δουλειά. Πρέπει να μαγειρέψω, να ψωνίσω, να καθαρίσω, μετά να στρωθώ στο διάβασμα και αν προλάβω να πάω και για κολύμπι γιατί θα σαπίσω όλη τη μέρα μπροστά στον υπολογιστή. Μια συνηθισμένη μέρα.

Από τον πρώτο καιρό ήδη στη Βαρκελώνη μου προξένησε μεγάλη απορία αυτό το γεγονός: τα σπίτια δεν έχουν κανένα μα κανένα αυτοματισμό. Δε μπορώ να καταλάβω. Πετάω τα ρούχα μου κάτω και μένουν στο πάτωμα, αντί να επιστρέψουν καθαρά και σιδερωμένα στη ντουλάπα μου. Ανοίγω την κατσαρόλα και είναι άδεια, αντί να έχει το αγαπημένο μου φαγητό. Ξυπνάω το πρωί με το ξυπνητήρι και όχι με χυμό πορτοκάλι δίπλα στο κρεβάτι μου… Οι άνθρωποι είναι πολύ πίσω, όποιος κατάγεται από κάποια άλλη μεσογειακή χώρα, βλέπε Ελλάδα, ξέρει ότι εκεί η τεχνολογία έχει προχωρήσει πολύ.

Αν είσαι γύρω στα τριάντα ας πούμε, δε χρειάζεται να ασχοληθείς με μπανάλ πράγματα όπως καθαριότητα, νοικοκυριό, ψάξιμο δουλειάς, αγορά σπιτιού… Ακόμα και για να κάνεις οικογένεια δε χρειάζεται να κουνήσεις τίποτα άλλο πέρα από τα απαραίτητα (τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται )· από εκεί και πέρα η ανατροφή των παιδιών δεν είναι δική σου ευθύνη. Όλα γίνονται αυτόματα, μαγικά, γιατί κάποιος φροντίζει για σένα, μα ποιος; Α, ναι, οι γονείς σου!

Ο ομφάλιος λώρος στην ουσία δεν κόβεται ποτέ… εκτός και αν το επιλέξεις εσύ.

«Αποφάσισες ξαφνικά να κόψεις τον ομφάλιο λώρο», μου λέει με καημό τις προάλλες η μαμά μου, αναφερόμενη στην περσινή «φυγή» μου από το σπίτι.

«Μα ήμουν σχεδόν 28!», διαμαρτυρήθηκα.

Ένα πράγμα με αυτές τις μανάδες: είναι ειδικές στο να σου δημιουργούν τύψεις. «Αν οι τύψεις είναι ταξίδι, η μάνα μου έχει το ταξιδιωτικό γραφείο», έγραφε σε ένα μπλουζάκι (όποιος το βρει παρακαλώ να μου το στείλει). Τύψεις όχι γιατί είσαι κανένα ρεμάλι (εγώ προσωπικά είμαι, αλλά η μάνα μου δε το ξέρει) αλλά γιατί κάνεις το αυτονόητο: ζεις τη ζωή σου μόνος και ανεξάρτητος, με βάση τις προσωπικές σου επιλογές.

Βέβαια για τους γονείς οτιδήποτε εκτός από δουλειά σε δημόσια υπηρεσία, γάμο και σπίτι σε ακτίνα 20 μέτρων από το δικό τους σημαίνει «βαδίζω ντουγρού για την καταστροφή». Θέλουν να σε νταντεύουν εφ όρου ζωής.

Μια ολόκληρη γενιά προορισμένη να φοράει πάνες για πάντα. Δεν φταίμε βέβαια αποκλειστικά εμείς· αν ρωτήσεις κάποιον της ηλικίας μου στην Ελλάδα με τι ασχολείται, είναι πολύ πιθανό να λάβεις ως απάντηση «κάνω τα χαρτιά μου για…». Οι δουλειές έχουν καταντήσει αστικός μύθος. Ακόμα και όταν βρούνε δουλειά, ο μισθός που παίρνουν είναι τόσο χαμηλός, που δε φτάνει για να τα βγάλουν πέρα. Έχει βουίξει ο τόπος για τη G-700, τη γενιά των 700 ευρώ τελευταία…

Βέβαια υπάρχει και η κατηγορία που μπορεί να τα βγάλει πέρα, απλώς δε θέλει να χάσει τη χλιδή του πατρικού σπιτιού ή τα χρήματά της σε ενοίκια και λογαριασμούς…

Και αυτή που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα όπως και να 'χει, κάτι που προσπαθώ να κάνω και εγώ. Με φυγή από το πατρικό σπίτι ή ακόμα και την πατρίδα. Και πάνω που ξεχνάς γιατί είχες φύγει, έρχεται η στιγμή που το θυμάσαι· όπως όταν παίρνεις τηλέφωνο να ρωτήσεις τι απέγινε εκείνη η ρημαδοϋποτροφία και δε σου τη στέλνουν εδώ και τρεις μήνες «Ε, ξέρετε τώρα πώς είναι η ελληνική πραγματικότητα» σου απαντούν… Ξέρω, ξέρω. Και προτιμώ να απέχω απ’ αυτήν.

Στη φωτογραφία η εγκατάσταση-happening του Max Streicher "Sleeping giants", μια φωτογραφία που τράβηξα το Νοέμβρη στο Λονδίνο...

Κυριακή 27 Απριλίου 2008

Έχω και blog, πάμε μια βόλτα;

ENGLISH

Έξω ρίχνει καρεκλοπόδαρα, αλλά πρέπει να την κάνω. Έχω να πάω σε μια συνέντευξη για δουλειά – κι άλλη δουλειά, και άντε να βρω χρόνο για το διδακτορικό μετά. Φτάνω βρεγμένη και συναχωμένη (σε αυτή την πόλη βρέχει τόσο σπάνια, που ποτέ δεν είμαι προετοιμασμένη επαρκώς για οτιδήποτέ άλλο εκτός από λιακάδα), οπότε όλες οι στρατηγικές παρουσίασης πάνε στο βρόντο: ξαφνικά ο κύριος στόχος μου είναι να καταφέρω να μιλάω χωρίς να ρουφάω τη μύτη μου.

Δεν πάει καλά… Ζητάνε κάποιον που να μιλάει ελληνικά και να ξέρει από internet – όλα τ’ άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Ως προς το πρώτο καλά, τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική που λέει ο ποιητής (Αμ, πως, διαβάζουμε και ποίηση, δεν είμαστε στραβάδια!), ως προς το δεύτερο όμως οι γνώσεις μου περιορίζονται σε αυτές ενός ατόμου που κάνει απλά χρήση – ή μάλλον κατάχρηση – του internet. Και οι Έλληνες σε αυτή την πόλη δε σπανίζουν, οπότε ο ανταγωνισμός για τη θέση αρκετός, ευχαριστώ και καλή μέρα σας, αυτά που με ρωτάτε δε τα καταλαβαίνω…

Και ενώ τα «χμμμ» και τα «δεν ξέρω» ως απαντήσεις πληθαίνουν και δείχνουν ότι το πράγμα πάει κατά διαόλου, πέφτει η καθοριστική ατάκα: «ξέρετε από blog;»… Χα! Με άνεση Βουτσά στο «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;», πετάω: «Μα… ΕΧΩ blog!». Σε δύο γλώσσες παρακαλώ – αυτό βέβαια δεν έπρεπε να το πω, γιατί αν διαβάσει τα post μου στα αγγλικά, δε νομίζω ότι θα με βρει και πολύ σοβαρή. Και από εκεί που ένιωθα ένα ασήμαντο μυρμηγκάκι που έχει άγνοια για τα πάντα, ξαφνικά σαν να ψήλωσα 7 πόντους – ξέχασα, ήταν οι θανατηφόρες μπότες που φόρεσα για να προστατευτώ από τη βροχή.

Ποτέ δεν πίστεψα ότι το να έχεις blog θα μπορούσε να σε βοηθήσει σε μια συνέντευξη για δουλειά… Το ξεκίνησα τυχαία, ένα βράδυ που ήθελα να πω κάτι και αποφάσισα να απευθυνθώ στην ιντερνετική κοινότητα. Μετά το βρήκα ως έναν ωραίο τρόπο έκφρασης και το συνέχισα, πάντα όμως είχα το φόβο ότι χάνω πολύτιμο χρόνο με αυτά. Και να που κάποιος το υπολογίζει ως προσόν.

Το θέμα με έβαλε σε σκέψεις: να ένας καλός τρόπος να διαφημίζω τον εαυτό μου. Θα φτιάξω πολλά blog. Ένα για υποψήφιους εργοδότες όπου θα παρουσιάζω τον εαυτό μου ως εργασιομανή με λίγες αξιώσεις στην πληρωμή και ένα για υποψήφιους γκόμενους, όπου θα αυτοπαρουσιάζομαι ως θεϊκή γκομενάρα έτοιμη για ακροβατικά μόλις δει μούσκουλα. Και μόλις κουραστώ από την άσωτη ζωή, θα φτιάξω ένα τρίτο για υποψήφιους γαμπρούς, όπου θα αναλύω την αγάπη μου για το σφουγγάρισμα, το μαγείρεμα και το κέντημα. Καλέ μην τσιμπάτε, πλάκα κάνω (ως προς το κέντημα εννοώ ;) ). Γενικά ό,τι θέλω, θα το κάνω blog και μετά θα δίνω το link σε όποιον με ενδιαφέρει.
Ούτως ή άλλως καιρό τώρα στριφογυρίζει στο μυαλό μου η ιδέα να κάνω ένα blog ανώνυμο, γιατί από αυτό εδώ μπορείτε ψάχνοντας τα links να μάθετε τα πάντα για μένα, από το όνομα και τη φάτσα μου μέχρι τι χρώμα καλσόν φοράω (είναι και αυτό το Photoblog που με εκθέτει). Στο καινούριο μου blog θα αναλύω ό,τι κουλαμάρα μου συμβαίνει στον ερωτικό τομέα, χωρίς να φοβάμαι ότι θα εκθέσω κανέναν και θα φάω ξύλο. Θα δίνω συμβουλές προς γυναίκες και άντρες, τύπου «πάρτε αυτό που θέλετε χωρίς να σας τα πρήζουν»… και να οι επισκέψεις, και να οι προτάσεις για να το κάνω βιβλίο, σήριαλ, ταινία· λέω να πρωτοτυπήσω και να το πω «άβυσσος (η ψυχή των αντρών) εντ δε σίτυ» - και τα υπόλοιπα θα πάρουν το δρόμο τους: δεν είναι και λίγοι οι blogger που άλλαξαν ζωή χάρη στα blogs τους, δείτε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ...

Προς το παρόν πρέπει κάποια στιγμή να συγυρίσω τις σελίδες μου όλες σε μία γιατί τώρα είναι ένας αχταρμάς, αλλά πού να βρω χρόνο… Βλέπετε, βρήκα καινούρια δουλειά ;)

Υ.Γ.1: Τη στιγμή που κολλάω αυτό το ποστ συνειδητοποιώ ότι πέρασε ένας χρόνος από το πρώτο ποστ στο blog...

Υ.Γ.2: Και μιας και θυμήθηκα το Βουτσά...


Η σημερινή φωτογραφία άσχετη αλλά σχετική: Είναι Πάσχα και είπα να δηλώσω την αλληλεγγύη μου σε όλα τα συμπαθή ζωντανά που πέφτουν στα πιάτα των κατσικοφάγων…

Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

Δεσποινίς ετών 29

ENGLISH

Βραδινή έξοδος με τη Μαλού στη Ραβάλ, και το ένα (ποτό) φέρνει το άλλο, αποφασίζουμε να πάμε με κάτι φίλους σε ένα κλαμπάκι εκεί κοντά, ονόματι “les enfants”. Οκ, τα γαλλικά μου δεν είναι και τέλεια, αλλά ήξερα τι σήμαινε αυτό. Δεν πίστεψα όμως ότι θα είναι «τα παιδιά» όνομα και πράγμα: το μαγαζί τίγκα στην πιτσιρικαρία. Επειδή όμως είμαι γκόμενα παντός καιρού και επιπλέον η μουσική μου άρεσε, ξεχύθηκα στην πίστα να κάνω τα τρελά μου.

Εκεί που έπαιζε το Push it των SaltnPepper και εκτελούσα με επιτυχία τη χορευτική φιγούρα «κούνα τον κώλο χαμηλά και τέντωσέ τον την ώρα που κουνάς το στήθος μέσα έξω» τραγουδώντας μες την καλή χαρά, κατανοώ ότι οι υπόλοιποι γύρω μου δε φαίνονται και τόσο εξοικειωμένοι με το τραγούδι. Και ξαφνικά έρχεται η συνειδητοποίηση: δεν ξέρουν το τραγούδι γιατί οι περισσότεροι από αυτούς… οι περισσότεροι από αυτούς… (Ω! Φοβάμαι να το ξεστομίσω) ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1990!!!

Έντρομη ρωτάω το Τ.Π. (Τρελό Πιπίνι) που χόρευε μαζί μου πότε γεννήθηκε. «Το 1987» μου απαντάει, γλιτώνοντάς με τελευταία στιγμή από καρδιακό επεισόδιο – έχουμε τα χρονάκια μας βλέπετε. «Τη χρονιά που βγήκε αυτό το τραγούδι…» του πετάω ατυχώς και άντε να το μαζέψω μετά… Τώρα τι να πω; «Ξέρεις, αυτό το τραγούδι το άκουγε η γιαγιά μου, εγώ προσωπικά δε το θυμάμαι»; Η φοβερή αλήθεια δεν μπορεί να αποσιωπηθεί: γεννήθηκα τη δεκαετία του 1970!!! Εντάξει, στο τέλος της, αλλά στη δεκαετία του ’70 παρόλα αυτά… περίπου 9 μήνες μετά τους σεισμούς του καλοκαιριού του 1978 - οι οποίοι παρεμπιπτόντως πρέπει να επέδρασαν θετικά στη λίμπιντο του κόσμου, γιατί γνωρίζω αρκετούς στη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκαν την άνοιξη του 1979.

Πάντα έκανα παρέα με μεγαλύτερους και το «είσαι μικρή ακόμα» ήταν η επωδός κάθε φορά που ήθελα να τους ακολουθώ σε μπαρ και κλαμπ, να όμως που μερικά χρόνια αργότερα βρίσκομαι με χάσμα γενεών απέναντι σε μια γενιά που είχε κινητά και internet από τα γεννοφάσκια της.

Με καταλαβαίνετε; Για να δούμε…

Αν αρχίσατε να μιλάτε όταν στην εξουσία ανέβαινε ο Παπανδρέου, ο Mitterrand ή ο Gonzalez

Και όταν πήγατε σχολείο στους χάρτες έγραφε «ΕΣΣΔ» και «Γιουγκοσλαβία»

Αν δε σας άφηναν να παίζετε έξω όταν εξερράγη το Chernobyl από το φόβο της ραδιενέργειας…

Και πανηγυρίσατε τη νίκη της Ελλάδας στο Eurobasket του 1987 ακούγοντας το «Final Countdown»

Αν βλέπατε τα Στρουμφ, το Niels Hogelson και την Candy Candy (στα δύο και μοναδικά κανάλια της κρατικής τηλεόρασης)…

Και διαβάζατε τις περιπέτειες του Μικρού Νικόλα και τους Μυστικούς 7 αντί για Harry Potter

Αν ερωτευτήκατε για πρώτη φορά λίγο μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου…

Και πέσατε σε μελαγχολία τη μέρα που πέθανε ο Kurt Cobain

Αν γίνατε grunge και πετάξατε τα μαλλιά πάνω στο πρόσωπο…

Φορώντας All Star, Doc Martins ή Stan Smith, πάντα με μπουφάν fly και καρό πουκάμισο (ευτυχώς τα All Star επιστρέψανε!)

Αν είδατε τις αλάνες όπου παίζατε να γίνονται τσιμέντο και γκρίζοι τοίχοι

Που γρήγορα καλύφθηκαν με graffiti και street art

Αν γράφατε κασέτες με τους Radiohead, τους Blur, τους Pixies

Kαι αγοράζατε με το χαρτζιλίκι σας δίσκους βινυλίου

Ή τρέχατε σε rave και ακούγατε Ρrodigy πριν γίνουν μεγάλοι και τρανοί (είχαν έρθει και στη γειτονιά μου θυμάμαι…)

Αν είδατε σε συναυλία τους U2, το Moby ή τους Portishead

Και δε χάνατε ούτε ένα live από τις Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά ή τους Stereo Nova

Αν πήρατε το πρώτο σας CD μετά τα 14 (τα DVD ήρθαν πολύυυυ αργότερα)…

Και χρησιμοποιήσατε υπολογιστή για πρώτη φορά στην εφηβεία (δεν είχε καν Windows!)

Αν βλέπατε μπροστά σας τουβλάκια μέρα νύχτα παίζοντας tetris

Και ξενυχτούσατε ακούγοντας ραδιόφωνο με το walkman κάτω από τα παπλώματα

Αν περιμένατε πάνω από το τηλέφωνο για να σας πάρει ο έρωτας ή η παρέα (τι εννοείτε ποιο τηλέφωνο; Μόνο σταθερό υπήρχε!)…

Και βγήκατε με λίγες δραχμές, πεσέτες, λιρέτες, φράγκα, κορώνες στην τσέπη

Αν διαβάσατε μονορούφι το «Trainspotting”…

Και στηθήκατε στην ουρά του κινηματογράφου για να δείτε το «Mίσος»

Αν βγήκατε να διαδηλώσετε κατά της παγκοσμιοποίησης…

Τραγουδώντας το Clandestino του Manu Chao

Αν κατεβάζατε τραγούδια από το Νapster με dial-up σύνδεση (μας την παρείχε δωρεάν το πανεπιστήμιο και έκανες τουλάχιστον 20΄ για να συνδεθείς!)…

Και αποκτήσατε e-mail τα πρώτα χρόνια στο πανεπιστημίου

Αν σας απασχόλησε ο ιός του millennium

Αλλά το υποδεχτήκατε σε κάποιο κλαμπ με πολλή φασαρία

Αν αποκτήσατε κινητό τελειώνοντας το πανεπιστήμιο (μα δεν καταλάβαινα τη χρησιμότητα!) …

Και είδατε την 11η Σεπτέμβρη σε live αναμετάδοση την ώρα που πακετάρατε ή ξεπακετάρατε τις βαλίτσες σας για το Erasmus

Αν η επέκταση της Ευρωπαϊκής ένωσης σας πέτυχε την ώρα που αναρωτιόσασταν για επόμενό σας βήμα (σπουδές, δουλειά, φυγή στο άγνωστο)…

Και ακόμα δεν έχετε καταλήξει για το πού θα σας βγάλει η ζωή σας

Αν έχουν αρχίσει οι φίλοι των γονιών σας να ρωτάνε «εσύ πότε με το καλό»…

Αλλά νιώθετε πολύ ανώριμοι για να φερθείτε σαν τους «μεγάλους»

Και πολύ ώριμοι για να πιστέψετε ότι ο έρωτας μπορεί να κρατήσει για πάντα

Αν έχετε μάθει από προσωπική πείρα ότι «οι άνθρωποι δεν αλλάζουν» και άλλες τέτοιες κλισέ φράσεις…

Αλλά εκπλήσσεστε όταν η πραγματικότητα τις διαψεύδει

Αν βλέπετε το σώμα και το πρόσωπό σας στα καλύτερά του…

Όμως ξέρετε ότι οι πρώτες ρυτίδες βρίσκονται καθ’ οδόν

Αν ξέρετε πια να πατάτε στα δυο σας πόδια...

Κοιτώντας όμως ακόμα ψηλά, στο όνειρο

Τότε θα είστε γύρω στα 29… σαν εμένα.


Υ.Γ. Ο τίτλος είναι παράφραση της κωμωδίας του Αλέκου Σακελλάριου «Δεσποινίς ετών 39»... Και για να θυμηθούμε και μια oldschoolιά:


Στη φωτογραφία graffiti από το Γήπεδο του Απόλλωνα Καλαμαριάς… Είπαμε, από το γήπεδο περνάω μόνο για τα graffiti!

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Πίστευε ή μη… πάντως ερεύνα

ENGLISH

Πάσχα στη Βαρκελώνη. Ολίγον άχρωμο. Ούτε τα πυροτεχνήματα του ελληνικού Πάσχα (που είναι σε ένα μήνα από τώρα) ούτε οι πομπές του ισπανικού. Αν και δεν πιστεύω, πρέπει να παραδεχτώ ότι το Πάσχα μου αρέσει σαν γιορτή· μακριά από το κιτς και τη χαρά-με-το-στανιό των Χριστουγέννων, έχει μια μελαγχολία και ένα μυστικισμό που προέρχεται από τα βάθη του χρόνου· πολύ πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού, την εποχή αυτή με τις ίδιες πομπές θρηνούσαν το θάνατο και γιόρταζαν την αναγέννηση της φύσης κατά την άνοιξη. Η πίστη άλλαξε, οι τελετές παρέμειναν, ίσως και κάτι από την ουσία του πράγματος: η υπενθύμιση της ζωής και του θανάτου.

Εγώ δηλώνω «αγνωστικίστρια», δηλαδή αν μου κάνανε γκάλοπ στο δρόμο για την πίστη, θα τσέκαρα το κουτάκι «δεν ξέρω / δεν απαντώ».

Μου φαίνεται τόσο εύκολο να πιστέψεις σε κάτι τέλειο, ανώτερο, δυνατό και να εναποθέσεις όλες τις εξηγήσεις και ελπίδες σε αυτό. Ποτέ δε θα σε απογοητεύσει, ποτέ δε θα σε διαψεύσει. Αρκεί να πιστέψεις και βρίσκεις τις αιτίες και τις αποδείξεις για να στηρίξεις την πίστη σου. Όποτε θέλεις κάτι, προσεύχεσαι και το ζητάς και άμα δε σου έρθει «δεν ήταν θέλημα θεού». Εύκολο. Όμως σε μένα δεν αρέσουν τα εύκολα…

Σέβομαι όμως τις πεποιθήσεις των άλλων και προσπαθώ να μην είμαι δύσπιστη, να σκέφτομαι πριν αντικρούσω, να ψάχνω πριν απορρίπτω. Έτσι και χθες, που μου έλεγε μια φίλη μου ότι βρήκε όλες τις απαντήσεις στην αστρολογία. Πρώτη αντίδραση: "Γιατί σώνει και καλά πρέπει να έχω παρόμοιο χαρακτήρα με κάποιον που γεννήθηκε την ίδια μέρα και ώρα με μένα;". Παρόλα αυτά φτιάχνω καφέ και ψάχνω το ζώδιό μου… «Η υπερβολική κατανάλωση καφέ θα βλάψει την υγεία σας» γράφει… Καλέ, πού το είδε αυτό το μέντιουμ, στα άστρα ή στο φλιτζάνι;

Η αγαπημένη μου γιαγιά έβλεπε το μέλλον στο φλιτζάνι του καφέ. Και έκανε μάγια διαφόρων ειδών, για να μας προστατέψει από το «κακό μάτι», κάτι που μου φαινόταν πολύ διασκεδαστικό.

Οι περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν στο «κακό μάτι», δηλαδή ότι κάποιος μπορεί να σε κοιτάξει περίεργα και να σε πιάσει πονοκέφαλος (σαν αυτόν που έχω όλη μέρα σήμερα, ωωωωχ!) ή να πάθεις οτιδήποτε. Αν τολμήσεις να πεις ότι δεν πιστεύεις, σου λένε ότι «δε σε πιάνει, γι’ αυτό». Και εγώ βέβαια αντιγυρίζω «και εσείς πιστεύετε, γι’ αυτό σας πιάνει»… Η εξήγηση απλή: αυθυποβολή.

Αυθυποβολή και αυταπάτη. Αν σε αυτήν προσθέσετε και ένα γερό μίγμα χημικών αντιδράσεων στον εγκέφαλο, τι έχουμε; Έρωτα.

Κάποτε πίστεψα στον ένα και μοναδικό, απόλυτο και αιώνιο έρωτα. Επειδή ήμουν ερωτευμένη. Για αρκετά χρόνια τον ζούσα, τέλειο και αναλλοίωτο. Μετά έφαγα μια σφαλιάρα και ξύπνησα. Στην σκληρή πραγματικότητα: μπορεί να αγαπάς κάποιον αλλά να μην μπορείς να μείνεις μαζί του, μπορεί να σε εκπλήξει, να σε απογοητεύσει και να πρέπει να τον βγάλεις από τη ζωή σου και να συνεχίσεις, ακόμα και αν τα αμοιβαία αισθήματα παραμένουν.

Τώρα πια βλέπω τα πράγματα καθαρά και ξέρω ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα, βέβαια βαθιά μέσα μου γνωρίζω ότι αν έρθει ο έρωτας ξανά η λογική θα πάει περίπατο!

"Έρωτας ή τίποτα"… το σύνθημα της φίλης μου που είναι ερωτευμένης. Μόλις μου το είπε ευθύς μου ήρθε οίστρος και έγραψα ποίημα. Όχι για τον "έρωτα", αλλά για το "τίποτα", γιατί δύσκολα ερωτεύομαι.

Όπως βλέπετε η τέχνη κατέχει σημαντικό κομμάτι στη ζωή μου, όχι τόσο σαν προσωπική δημιουργία (ασχολούμαι με όλα και από λίγο και σε τίποτα δεν είμαι ιδιαίτερα καλή), όσο σαν πηγή έμπνευσης, συγκίνησης, πνευματικής διέγερσης μέσα από το έργο των άλλων.

Τελευταία όμως ένιωσα να με απογοητεύει, να με εγκαταλείπει, δε μ’ ενδιέφερε πια… Είπα θα τα παρατήσω… Όμως ένας στίχος, μια μελωδία, μια επίσκεψη σε εκθέσεις και αποφάσισα να πιστέψω και πάλι. Στην τέχνη άρα και στη δουλειά μου, που είναι άμεσα εξαρτημένη από αυτήν – και την είχα αφήσει πίιιιιισω! Εξακολουθώ να έχω τις στιγμές αμφιβολίας και απογοήτευσης, αλλά δεν μπορώ να βρω κάτι που να με συγκινεί περισσότερο, οπότε επιμένω.

Πιστεύω στην τέχνη γιατί εκφράζει το πνεύμα και την ψυχή του ανθρώπου. Και με ενδιαφέρει οτιδήποτε έχει σχέση με αυτόν. Όταν με ρωτάνε αν πιστεύω στο θεό, απαντώ «εγώ πιστεύω στον άνθρωπο». Στον άνθρωπο που μπορεί να καταστρέψει και να αυτοκαταστραφεί, να σε κοιτάει κατάματα και να λέει ψέματα, να σε απογοητεύσει, να σε πληγώσει, να φύγει και να σε ξεχάσει. Είναι όμως εδώ, μπορείς να τον δεις, να τον μυρίσεις, να τον αισθανθείς, να τον αφήσεις να σου αλλάξει τη ζωή ή να τον προσπεράσεις. Το να πιστεύεις σε αυτόν σημαίνει να πιστεύεις στον εαυτό σου.

Εδώ σε θέλω, στα δύσκολα…

Στη φωτογραφία ένα graffiti της Miss Van, σε ένα τοίχο στο Raval...

Κυριακή 9 Μαρτίου 2008

[Virtual] Alter Ego

ENGLISH

Πάει ένας χρόνος τώρα που αποφάσισα να κάνω προφίλ στο Myspace . Τα κίνητρα σοβαρά: μόλις είχε κάνει ο κολλητός+συγκάτοικος το δικό του και παραπονιόταν ότι μόνο τον Tom είχε φίλο. Οπότε μπήκα και εγώ να γίνουμε πολλοί. Η πρόκληση μεγάλη: μέσα σε μια σελίδα να συνοψίσεις ποιος είσαι (ή ποιος θα ’θελες να είσαι) τι σου αρέσει, τι θέλεις από τη ζωή… ή μάλλον τη virtual ζωή σου. Μέσα σε λίγη ώρα πήρε σάρκα και οστά… ή μάλλον καλύτερα pixel και bite ένα alter ego. Εικονικό.

Άρχισε να κοινωνικοποιείται ταχύτατα: μέσα σε λίγη ώρα δέχτηκε αιτήσεις για φιλία. Το θεώρησα χρέος μου να τις εξετάσω προσεκτικά και να απαντήσω στα μηνύματα ένα προς ένα (καλά, μόνο δύο ήταν, δεν ήταν και τόσος κόπος). Πράγμα που δεν ξαναέκανα σχεδόν ποτέ· γιατί έρχονταν σε τέτοια συχνότητα και πυκνότητα, που κινδύνευα να μου τρώει το virtual alter ego μου όλο και περισσότερο χρόνο από την προσωπική μου ζωή· είχα προλάβει όμως στο μεταξύ να κάνω καμιά δεκαριά virtual γνωριμίες και μία πραγματική… Στη συνέχεια το alter ego μου άρχισε να μεγαλώνει· να γνωρίζει ολοένα και περισσότερους φίλους – αυτό τον καιρό έχει καμιά 200αριά από τους οποίους μόνο 20 είναι κοινοί με τους δικούς μου- να αλλάζει τραγούδια, χρώματα και εικόνες, να κλέβει φωτογραφίες από την προσωπική μου ζωή και να τις παρουσιάζει σαν πραγματικές εμπειρίες του, να σκίζει σελίδες από τις σημειώσεις μου και να τις παρουσιάζει σαν σκέψεις δικές του, να μαθαίνει να μιλάει τα πρώτα του ελληνικά στο Blogspot, να ανταλλάσσει ιδέες σε ιντερνετικά forum, να βρίσκει άλλους φίλους στο Facebook.

Κάποιες φορές οι δρόμοι μας διασταυρώνονταν στο internet, κάποιες φορές στην πραγματική ζωή· μου έχει τύχει να με συστήσουν σε έναν άγνωστο και να του δηλώσω ότι «ναι, σε ξέρω, είμαστε φίλοι στο MySpace». Τελικά, όσο και να απέρριπτα την ιδέα να αφιερώνω χρόνο σε αυτό τον άλλο μου εαυτό, κάποιες φορές τροφοδοτούσε τη ζωή μου· αν και συνήθως αυτός ήταν που έπαιρνε τροφή από τη δική μου.

Ανοίγω την τωρινή σελίδα μου: η θάλασσα που κολυμπάω το καλοκαίρι στο φόντο, κάποιες από τις ταινίες και τα βιβλία που αγάπησα στα ενδιαφέροντα, μια φωτογραφία μου όλο νάζι σε πρώτο πλάνο, κάποιοι από τους φίλους μου στην πρώτη σελίδα. Στέκομαι και το κοιτάω: τι σχέση έχει αυτό με μένα; Είναι ο καθρέφτης μου ή η σκιά μου;

Προκειμένου να καταλάβω, αποφασίζω να κάνω μια περιοδεία στα προφίλ φίλων που γνωρίζω πραγματικά· μπορώ να δω πτυχές τους σε αυτά, πράγματα που άγνωστοι δε θα καταλάβαιναν… Ο αγαπημένος του στίχος σαν μότο, το αγαπημένο της τραγούδι σαν ήχος, ο λατρεμένος της φραπές σαν σύμβολο, οι ιδέες του σε πρώτο πλάνο, ο αγαπημένος του τόπος διακοπών στο φόντο, το δίκαια μοιρασμένο πάθος της για κουλτούρα και υποκουλτούρα φάτσα φόρα (μα πορνοστάρ δίπλα δίπλα με καλλιτέχνες στους top friends;). Όλοι βγάζουν κάτι από το πάθος και την τρέλα τους στο virtual πρόσωπό τους.

Αλλά κανείς μας δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια σελίδα. Κατά κάποιο τρόπο το virtual alter ego είναι ένας κλώνος που είναι παντού και πουθενά, που μας επιτρέπει να είμαστε τόσο μακριά και τόσο κοντά στους φίλους μας – και να δηλώνουμε την παρουσία αυτή με σύντομα σχόλια ή μηνύματα.

Κοιτάζοντας τα virtual alter ego ποτέ δεν μπορείς να γνωρίσεις στ’ αλήθεια τους ανθρώπους που τα φτιάχνουν… αλλά μπορείς να φανταστείς πώς είναι: Άνθρωποι πίσω από μια οθόνη. Όπως εγώ και συ.

Υ.Γ.: Η πρώτη σελίδα που έκανα είχε πρόβλημα και αναγκάστηκα να την ξαναφτιάξω από την αρχή, λίγες ώρες αργότερα, ολόιδια με την πρώτη. Όμως, επειδή δεν κατάφερα να κατεβάσω αυτή τη σελίδα, υπάρχει ακόμα και μπορείτε να δείτε το πρώτο προφίλ μου. Κάπως έτσι λοιπόν με γνωρίσατε πριν από ένα χρόνο: prwto_profil


Στη φωτογραφία μερικά από τα virtual alter ego μου...

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

Κάμερα... Φώτα... Πάμε!

ENGLISH

Τις τελευταίες μέρες αποφάσισα να ασχοληθώ με τη βιομηχανία του κινηματογράφου, λέμε τώρα. Ή μάλλον η βιομηχανία του κινηματογράφου αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί μου.

Πρώτη εισβολή: ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Ξεκινήσαμε με τους φίλους στη σχολή να γυρίσουμε ένα βίντεο για έναν καλλιτέχνη, ομαδική εργασία, και ξέρετε πώς είναι αυτά, επειδή τους ειδικούς τους ψάχνεις και δε τους βρίσκεις, αποφάσισα να αναλάβω το κομμάτι του μοντάζ, της μουσικής επένδυσης, των ποπκόρν στο σινεμά κτλ κτλ. Το φταίξιμο δικό μου, έχω την κακιά συνήθεια όταν βλέπω ο κόσμος να μην ξέρει τι να κάνει, να λέω «άστο σε μένα, μπορώ» και ας μην ξέρω την τύφλα μου… Έτσι μαθαίνεις, κολυμπώντας στα βαθιά. Μόνο που κόντεψε να με πνίξει η δουλειά… Πέρασα μέρες ολόκληρες με το καταραμένο το μοντάζ να ψάχνω το δευτερόλεπτο που πρέπει να αλλάξει πλάνο, το ρυθμό που θα επενδύσει το βίντεο… Εμείς βέβαια θέλαμε να βάλουμε κάτι απαλό και ανάλαφρο, οπότε το πρώτο μοντάζ το έκανα με τους ήχους των Prodigy. Το πηγαίνω στην καθηγήτρια, που μετά από το πρώτο σετ νταμπα-ντουμπα-νταμπα-ντουμπα-νταμπα-ντουμπα χάνει το χρώμα της και μας ζητάει ευγενικά μεν, επίμονα δε, να το αλλάξουμε με κάτι λίιιιγο πιο μελωδικό (δεν καταλαβαίνω, δεν έχουν μελωδία οι Prodigy;) τύπου Michael Nyman. Ποιος είναι αυτός; Σκεφτείτε το soundtrack από τα «Μαθήματα πιάνου» και θα καταλάβετε το χάσμα των απόψεων… Τελικά συμβιβαστήκαμε να αλλάξουμε τη μουσική και να βάλουμε κάτι από soundtrack μεν, Matrix δε, και να το μιξάρουμε με την πιο πρωτοποριακή πλευρά του Nyman, ξέρετε, από την εποχή εκείνη που έπαιζε μπάσο στους Linkin Park. Τι; Δεν έπαιξε ποτέ μαζί τους; Ε, καλά, μη το πείτε στην καθηγήτριά μου, τώρα το τελείωσα το μιξ με Linkin Park και θα είναι κρίμα να το ξαναπιάσω από την αρχή. Όλως παραδόξως το αποτέλεσμα ήταν αρκετά ικανοποιητικό, μάλιστα εμφανίζομαι και εγώ σε δυο-τρια πλάνα, να περνάω ανέμελα μπροστά από το έργο του καλλιτέχνη…

Όμως, αυτή δεν ήταν η μόνη μου προβολή (και προσβολή) στην έβδομη τέχνη, αλίμονο! «Χρειάζομαι ηθοποιό για ένα γύρισμα», μου λέει η φίλη μου η Μαλού που σπουδάζει κινηματογράφο και με παρακαλάει να πάω. Εγώ σκέφτομαι, δε βαριέσαι, τι έχω να χάσω και πηγαίνω. Για χαβαλέ κυρίως. Το προηγούμενο βράδυ πίναμε μπύρες με τη σκηνοθέτιδα και με ρωτάει αν έμαθα το ρόλο μου… «Τον ποιόν;». Εννοείται πως δεν είχα διαβάσει τίποτα. Φτάνω στις 5 στο σπίτι και πάω να διαβάσω. Αδύνατον, νύσταζα, ξεραίνομαι στον ύπνο και πάω την άλλη μέρα στα γυρίσματα αδιάβαστη. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; Είμαι μια φτωχιά κουτσή και ταλαιπωρημένη, που κουβαλάει ένα μπαούλο και πιάνει ψιλή κουβέντα και χοντρό καυγά με έναν περαστικό. Καταφθάνω στο σετ, δηλαδή σε ένα δρομάκι του Gotico -το πιο έρημο που μπορέσαμε να βρούμε κυριακάτικα- ντυμένη σύμφωνα με το ρόλο μου: μπότες, μακιγιάζ, φούστα, όπως έπαιζε τη φτωχιά η Βουγιουκλάκη δηλαδή. Και γιατί να είμαι πειστική; Εξάλλου το όσκαρ το έχω πάρει από το 2005 κιόλας (βλ. post Νοεμβρίου για Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) Άσχετη από ηθοποιία, ήταν και στα ισπανικά, τραγωδία. Και τότε ξυπνάει η ντίβα μέσα μου: «Αποκλείεται!», δηλώνω «Θέλω να παίξω στη γλώσσα μου!» και η σκηνοθέτιδα απελπισμένη συμφωνεί να μου κάνει το χατίρι να το πούμε στα ελληνικά… Πράγμα που υποχρέωνε τον συμπρωταγωνιστή μου να μιλήσει στα καλά καθούμενα μια γλώσσα που αγνοούσε εντελώς, πλην του «καλημέρα, σ’ αγαπώ». Όμως, άμα είσαι πρακτικός άνθρωπος κάτι τέτοιες δυσκολίες ξεπερνιούνται εύκολα: κολλήσαμε το χαρτί με τα λόγια πάνω στη φάτσα μου, ώστε να διαβάζει τις ατάκες αλλά να φαίνεται σαν να με κοιτάει στα μάτια – το κόλπο έπιασε, αλλά αναγκάσαμε την σκηνοθέτιδα να με παίρνει από την πλάτη όποτε μιλούσε αυτός, για να μη φαίνεται η μετάλλαξή μου σε τεφτέρι. Όχι ότι εγώ τα έλεγα απέξω… ακόμα και διαβάζοντας στη γλώσσα μου, τα σαρδάμ μου ήταν άπειρα (το ξενύχτι που λέγαμε), ο κόσμος περνούσε και έκανε χαβαλέ, ανυποψίαστοι τουρίστες έμπαιναν στο πλάνο με ένα χάρτη στο χέρι να ψάχνουν το δρόμο, πανηγύρι. Λίγες μέρες μετά είχα τα αποτελέσματα: η ντροπή όλη δική μου! Ήρθε η σκηνοθέτιδα σπίτι μου να την βοηθήσω να βάλουμε υπότιτλους. Ο ρόλος γελοίος και το παίξιμό μου ακόμα χειρότερο! Στο μοντάζ είχαν κοπεί τα μισά λόγια, με αποτέλεσμα σουρεαλιστικό: «Θέλετε να σας βοηθήσω;» «Είμαι μια γυναίκα φτωχή και ανάπηρη, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μπορώ να ανέχομαι τις προσβολές σας!» . Τώρα ένα μόνο φοβάμαι… μη βγει το αποτέλεσμα στο youtube!

Στη φωτογραφία σκηνή από την εν λόγω ταινία!

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

I don’t know why you say goodbye, I say hello

ENGLISH

Χθες αποχαιρέτησα τη LuV... Η κατανάλωση σοκολάτας στο σπίτι έπεσε κατακόρυφα· ο Chico Buarque σταμάτησε να μας τραγουδάει τις μποσανόβες του· η απουσία της από συζητήσεις, κραιπάλες, γέλια έγινε άμεσα αισθητή. Αν και θα λείψει για λίγους μήνες, της ετοιμάσαμε μια μεγαλόπρεπη τελετή αποχαιρετισμού που κράτησε μέρες: ξεκίνησε φυσικά με φιέστα, συνεχίστηκε με βόλτες στην πόλη, τραπεζώματα, και κατέληξε μετά από μια μεγαλειώδη πομπή υπό τους ήχους της σάμπα στο αεροδρόμιο· εκεί σταθήκαμε με ευλάβεια όλη η παρέα να μυρίσουμε tiger balm (είναι ένα σουρεαλιστικό αστείο που κρατάει μήνες) και αφού πασαλειφτήκαμε με αυτό, με γέλια και φιλιά φύγαμε.

Αποχαιρετισμός-γιορτή! Επιλέξαμε να γιορτάσουμε τις τελευταίες στιγμές μαζί παρά να στεναχωρηθούμε για τους μήνες που θα περάσουμε χώρια. Γενικά προτιμώ να αποχαιρετώ με χαμόγελο. Βέβαια κάθε αποχαιρετισμός ενέχει μια δόση θλίψης – μικρή ή μεγάλη, ανάλογα με το ποιόν αποχωρίζεσαι και για πόσο καιρό.

Και κάποιες φορές η θλίψη είναι δυσβάσταχτη, όταν λες «γεια» όμως ξέρεις μέσα σου ότι είναι «αντίο για πάντα». Η στιγμή που το λες αυτό το «αντίο» είναι δραματική και το κενό της απουσίας χάσκει για πολύ καιρό. Χωρίς να ξεχνάς και χωρίς να σταματάς να πονάς κάθε φορά που θυμάσαι, απλά με τον καιρό αφήνεις άλλους ανθρώπους να μπουν στη ζωή σου και να την αλλάξουν.

Και έρχονται χωρίς να το συνειδητοποιήσεις: κάποτε σκάνε σαν βόμβα μπροστά σου, άλλοτε βρίσκουν άνοιγμα και τρυπώνουν αθόρυβα, για να σε γεμίσουν σιγά σιγά με αυτό που είναι. Άλλες φορές εξαφανίζονται απότομα και υπάρχουν φορές που ξέρεις από την αρχή ότι αργά ή γρήγορα θα φύγουν…

Πάνε λίγοι μήνες που τα πίναμε σε ένα μπαρ στη Joaquin Costa με μια φίλη που μένει πολλά χρόνια στη Βαρκελώνη. «Βαρέθηκα να αποχαιρετώ κόσμο», μου είπε. Εγώ σχετικά νεοφερμένη στην πόλη, δεν είχα πάρει χαμπάρι κάτι που αυτή είχε ήδη ζήσει πολύ έντονα· οι άνθρωποι στη Βαρκελώνη έρχονται για λίγο καιρό, ζουν, δημιουργούν, δένονται και μετά φεύγουν, είτε για τη χώρα τους είτε για άλλους προορισμούς – άμα κάνεις το βήμα και φύγεις από τον τόπο σου μια φορά μετά είναι πιο εύκολο να το ξανακάνεις.

Αυτό που είναι μια από τις ομορφιές της πόλης, η διαρκής κίνηση των ανθρώπων, η μετάγγιση νέου αίματος στις φλέβες της, μπορεί να γίνει βάρος, όταν μένεις πίσω και τους βλέπεις να φεύγουν.

Ήδη στον ένα χρόνο που είμαι εδώ τα πηγαινέλα ήταν τόσα· και κοιτάζοντας μπροστά στους μήνες που θα έρθουν βλέπω να έρχονται και άλλα…

Ας είναι· οι αποχαιρετισμοί αυτοί ακόμα δε με βάρυναν· προτιμώ να αφήνομαι να δένομαι και μετά να λέω «αντίο» και προτιμώ να πιστεύω ότι το «αντίο» δεν είναι για πάντα και ότι η επόμενη συνάντηση δε θ’ αργήσει. Ανάμεσα στη θλίψη του αποχαιρετισμού και την χαρά της επόμενης συνάντησης, έρχεται μια γλυκιά νοσταλγία για τις στιγμές που έζησες με τον άλλο, την οποία η LuV χωράει σε μια λέξη: saudade!

Υ.Γ.: Ο τίτλος είναι από τους Beatles.

Στη φωτογραφία το αξέχαστο tiger balm. Σύνδρομο στέρησης θα μας πιάσει τώρα που δε θα έχουμε, το πήρε μαζί της η άκαρδη!