Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

Κάμερα... Φώτα... Πάμε!

ENGLISH

Τις τελευταίες μέρες αποφάσισα να ασχοληθώ με τη βιομηχανία του κινηματογράφου, λέμε τώρα. Ή μάλλον η βιομηχανία του κινηματογράφου αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί μου.

Πρώτη εισβολή: ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Ξεκινήσαμε με τους φίλους στη σχολή να γυρίσουμε ένα βίντεο για έναν καλλιτέχνη, ομαδική εργασία, και ξέρετε πώς είναι αυτά, επειδή τους ειδικούς τους ψάχνεις και δε τους βρίσκεις, αποφάσισα να αναλάβω το κομμάτι του μοντάζ, της μουσικής επένδυσης, των ποπκόρν στο σινεμά κτλ κτλ. Το φταίξιμο δικό μου, έχω την κακιά συνήθεια όταν βλέπω ο κόσμος να μην ξέρει τι να κάνει, να λέω «άστο σε μένα, μπορώ» και ας μην ξέρω την τύφλα μου… Έτσι μαθαίνεις, κολυμπώντας στα βαθιά. Μόνο που κόντεψε να με πνίξει η δουλειά… Πέρασα μέρες ολόκληρες με το καταραμένο το μοντάζ να ψάχνω το δευτερόλεπτο που πρέπει να αλλάξει πλάνο, το ρυθμό που θα επενδύσει το βίντεο… Εμείς βέβαια θέλαμε να βάλουμε κάτι απαλό και ανάλαφρο, οπότε το πρώτο μοντάζ το έκανα με τους ήχους των Prodigy. Το πηγαίνω στην καθηγήτρια, που μετά από το πρώτο σετ νταμπα-ντουμπα-νταμπα-ντουμπα-νταμπα-ντουμπα χάνει το χρώμα της και μας ζητάει ευγενικά μεν, επίμονα δε, να το αλλάξουμε με κάτι λίιιιγο πιο μελωδικό (δεν καταλαβαίνω, δεν έχουν μελωδία οι Prodigy;) τύπου Michael Nyman. Ποιος είναι αυτός; Σκεφτείτε το soundtrack από τα «Μαθήματα πιάνου» και θα καταλάβετε το χάσμα των απόψεων… Τελικά συμβιβαστήκαμε να αλλάξουμε τη μουσική και να βάλουμε κάτι από soundtrack μεν, Matrix δε, και να το μιξάρουμε με την πιο πρωτοποριακή πλευρά του Nyman, ξέρετε, από την εποχή εκείνη που έπαιζε μπάσο στους Linkin Park. Τι; Δεν έπαιξε ποτέ μαζί τους; Ε, καλά, μη το πείτε στην καθηγήτριά μου, τώρα το τελείωσα το μιξ με Linkin Park και θα είναι κρίμα να το ξαναπιάσω από την αρχή. Όλως παραδόξως το αποτέλεσμα ήταν αρκετά ικανοποιητικό, μάλιστα εμφανίζομαι και εγώ σε δυο-τρια πλάνα, να περνάω ανέμελα μπροστά από το έργο του καλλιτέχνη…

Όμως, αυτή δεν ήταν η μόνη μου προβολή (και προσβολή) στην έβδομη τέχνη, αλίμονο! «Χρειάζομαι ηθοποιό για ένα γύρισμα», μου λέει η φίλη μου η Μαλού που σπουδάζει κινηματογράφο και με παρακαλάει να πάω. Εγώ σκέφτομαι, δε βαριέσαι, τι έχω να χάσω και πηγαίνω. Για χαβαλέ κυρίως. Το προηγούμενο βράδυ πίναμε μπύρες με τη σκηνοθέτιδα και με ρωτάει αν έμαθα το ρόλο μου… «Τον ποιόν;». Εννοείται πως δεν είχα διαβάσει τίποτα. Φτάνω στις 5 στο σπίτι και πάω να διαβάσω. Αδύνατον, νύσταζα, ξεραίνομαι στον ύπνο και πάω την άλλη μέρα στα γυρίσματα αδιάβαστη. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; Είμαι μια φτωχιά κουτσή και ταλαιπωρημένη, που κουβαλάει ένα μπαούλο και πιάνει ψιλή κουβέντα και χοντρό καυγά με έναν περαστικό. Καταφθάνω στο σετ, δηλαδή σε ένα δρομάκι του Gotico -το πιο έρημο που μπορέσαμε να βρούμε κυριακάτικα- ντυμένη σύμφωνα με το ρόλο μου: μπότες, μακιγιάζ, φούστα, όπως έπαιζε τη φτωχιά η Βουγιουκλάκη δηλαδή. Και γιατί να είμαι πειστική; Εξάλλου το όσκαρ το έχω πάρει από το 2005 κιόλας (βλ. post Νοεμβρίου για Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) Άσχετη από ηθοποιία, ήταν και στα ισπανικά, τραγωδία. Και τότε ξυπνάει η ντίβα μέσα μου: «Αποκλείεται!», δηλώνω «Θέλω να παίξω στη γλώσσα μου!» και η σκηνοθέτιδα απελπισμένη συμφωνεί να μου κάνει το χατίρι να το πούμε στα ελληνικά… Πράγμα που υποχρέωνε τον συμπρωταγωνιστή μου να μιλήσει στα καλά καθούμενα μια γλώσσα που αγνοούσε εντελώς, πλην του «καλημέρα, σ’ αγαπώ». Όμως, άμα είσαι πρακτικός άνθρωπος κάτι τέτοιες δυσκολίες ξεπερνιούνται εύκολα: κολλήσαμε το χαρτί με τα λόγια πάνω στη φάτσα μου, ώστε να διαβάζει τις ατάκες αλλά να φαίνεται σαν να με κοιτάει στα μάτια – το κόλπο έπιασε, αλλά αναγκάσαμε την σκηνοθέτιδα να με παίρνει από την πλάτη όποτε μιλούσε αυτός, για να μη φαίνεται η μετάλλαξή μου σε τεφτέρι. Όχι ότι εγώ τα έλεγα απέξω… ακόμα και διαβάζοντας στη γλώσσα μου, τα σαρδάμ μου ήταν άπειρα (το ξενύχτι που λέγαμε), ο κόσμος περνούσε και έκανε χαβαλέ, ανυποψίαστοι τουρίστες έμπαιναν στο πλάνο με ένα χάρτη στο χέρι να ψάχνουν το δρόμο, πανηγύρι. Λίγες μέρες μετά είχα τα αποτελέσματα: η ντροπή όλη δική μου! Ήρθε η σκηνοθέτιδα σπίτι μου να την βοηθήσω να βάλουμε υπότιτλους. Ο ρόλος γελοίος και το παίξιμό μου ακόμα χειρότερο! Στο μοντάζ είχαν κοπεί τα μισά λόγια, με αποτέλεσμα σουρεαλιστικό: «Θέλετε να σας βοηθήσω;» «Είμαι μια γυναίκα φτωχή και ανάπηρη, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μπορώ να ανέχομαι τις προσβολές σας!» . Τώρα ένα μόνο φοβάμαι… μη βγει το αποτέλεσμα στο youtube!

Στη φωτογραφία σκηνή από την εν λόγω ταινία!

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

I don’t know why you say goodbye, I say hello

ENGLISH

Χθες αποχαιρέτησα τη LuV... Η κατανάλωση σοκολάτας στο σπίτι έπεσε κατακόρυφα· ο Chico Buarque σταμάτησε να μας τραγουδάει τις μποσανόβες του· η απουσία της από συζητήσεις, κραιπάλες, γέλια έγινε άμεσα αισθητή. Αν και θα λείψει για λίγους μήνες, της ετοιμάσαμε μια μεγαλόπρεπη τελετή αποχαιρετισμού που κράτησε μέρες: ξεκίνησε φυσικά με φιέστα, συνεχίστηκε με βόλτες στην πόλη, τραπεζώματα, και κατέληξε μετά από μια μεγαλειώδη πομπή υπό τους ήχους της σάμπα στο αεροδρόμιο· εκεί σταθήκαμε με ευλάβεια όλη η παρέα να μυρίσουμε tiger balm (είναι ένα σουρεαλιστικό αστείο που κρατάει μήνες) και αφού πασαλειφτήκαμε με αυτό, με γέλια και φιλιά φύγαμε.

Αποχαιρετισμός-γιορτή! Επιλέξαμε να γιορτάσουμε τις τελευταίες στιγμές μαζί παρά να στεναχωρηθούμε για τους μήνες που θα περάσουμε χώρια. Γενικά προτιμώ να αποχαιρετώ με χαμόγελο. Βέβαια κάθε αποχαιρετισμός ενέχει μια δόση θλίψης – μικρή ή μεγάλη, ανάλογα με το ποιόν αποχωρίζεσαι και για πόσο καιρό.

Και κάποιες φορές η θλίψη είναι δυσβάσταχτη, όταν λες «γεια» όμως ξέρεις μέσα σου ότι είναι «αντίο για πάντα». Η στιγμή που το λες αυτό το «αντίο» είναι δραματική και το κενό της απουσίας χάσκει για πολύ καιρό. Χωρίς να ξεχνάς και χωρίς να σταματάς να πονάς κάθε φορά που θυμάσαι, απλά με τον καιρό αφήνεις άλλους ανθρώπους να μπουν στη ζωή σου και να την αλλάξουν.

Και έρχονται χωρίς να το συνειδητοποιήσεις: κάποτε σκάνε σαν βόμβα μπροστά σου, άλλοτε βρίσκουν άνοιγμα και τρυπώνουν αθόρυβα, για να σε γεμίσουν σιγά σιγά με αυτό που είναι. Άλλες φορές εξαφανίζονται απότομα και υπάρχουν φορές που ξέρεις από την αρχή ότι αργά ή γρήγορα θα φύγουν…

Πάνε λίγοι μήνες που τα πίναμε σε ένα μπαρ στη Joaquin Costa με μια φίλη που μένει πολλά χρόνια στη Βαρκελώνη. «Βαρέθηκα να αποχαιρετώ κόσμο», μου είπε. Εγώ σχετικά νεοφερμένη στην πόλη, δεν είχα πάρει χαμπάρι κάτι που αυτή είχε ήδη ζήσει πολύ έντονα· οι άνθρωποι στη Βαρκελώνη έρχονται για λίγο καιρό, ζουν, δημιουργούν, δένονται και μετά φεύγουν, είτε για τη χώρα τους είτε για άλλους προορισμούς – άμα κάνεις το βήμα και φύγεις από τον τόπο σου μια φορά μετά είναι πιο εύκολο να το ξανακάνεις.

Αυτό που είναι μια από τις ομορφιές της πόλης, η διαρκής κίνηση των ανθρώπων, η μετάγγιση νέου αίματος στις φλέβες της, μπορεί να γίνει βάρος, όταν μένεις πίσω και τους βλέπεις να φεύγουν.

Ήδη στον ένα χρόνο που είμαι εδώ τα πηγαινέλα ήταν τόσα· και κοιτάζοντας μπροστά στους μήνες που θα έρθουν βλέπω να έρχονται και άλλα…

Ας είναι· οι αποχαιρετισμοί αυτοί ακόμα δε με βάρυναν· προτιμώ να αφήνομαι να δένομαι και μετά να λέω «αντίο» και προτιμώ να πιστεύω ότι το «αντίο» δεν είναι για πάντα και ότι η επόμενη συνάντηση δε θ’ αργήσει. Ανάμεσα στη θλίψη του αποχαιρετισμού και την χαρά της επόμενης συνάντησης, έρχεται μια γλυκιά νοσταλγία για τις στιγμές που έζησες με τον άλλο, την οποία η LuV χωράει σε μια λέξη: saudade!

Υ.Γ.: Ο τίτλος είναι από τους Beatles.

Στη φωτογραφία το αξέχαστο tiger balm. Σύνδρομο στέρησης θα μας πιάσει τώρα που δε θα έχουμε, το πήρε μαζί της η άκαρδη!