Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

Να Sonar-ει κανείς ή να μην Sonar-ει; Ιδού το ερώτημα

ENGLISH

Και πάλι στις φιέστες! Ειλικρινά δε φταίω εγώ, η πόλη φταίει. Αυτή τη φορά πραγματικά ήθελα να κάτσω στα αυγά μου, αλλά το παραδέχομαι, δεν είμαι δυνατός χαρακτήρας. Για πολύ καιρό μονολογούσα «να Sonar-ει κανείς ή να μην Sonar-ει; Ιδού το ερώτημα» αλλά μόλις άρχισε να καταφθάνει το πλήθος των επισκεπτών – που δε σκιάχτηκε από τα περίεργα υβρίδια που επιστρατεύτηκαν για τη διαφήμιση του γεγονότος - φορτωμένο με τατουάζ, πίρσινγκ, ράστα ή χρωματιστές ανταύγειες, είπα, για κάτσε, αυτοί έρχονται τόσο δρόμο για να το δουν, και εμένα που είναι δέκα λεπτά από το σπίτι να μην πάω;

Και τότε βρήκα την απάντηση: «Να Sonar-ει!!!».

Όμως τα εισιτήρια του Σαββάτου είχαν ήδη τελειώσει· μαχαιριά στην καρδιά. Το συζήτησα με τη LuV, την επίσημη σύντροφό μου στις φιέστες και αφού αναλύσαμε τα συναισθήματά μας καταλήξαμε ότι έπρεπε να πάμε το γρηγορότερο να πάρουμε εισιτήρια, γιατί αν δε τα δώσουμε στο Sonar θα μας τα φάνε οι ψυχολόγοι (ακόμα να ξεπεράσω ότι έχασα τους Beastie Boys πέρυσι, παρά τις 3.876 ώρες ψυχανάλυσης) και δε λέει.

Έτσι, μέσα σε λίγη ώρα ήμασταν κιόλας στο δρόμο για το Sonar της Παρασκευής. Το Sonar by Night έπεφτε ολίγον πιο μακριά από το ημερήσιο, οπότε χρειάστηκε κάμποσος ποδαρόδρομος και λεωφορειοδιαδρομή για να φτάσουμε. Σε ένα χώρο τεράστιο, που ακόμα και μετά από πολλές περιπλανήσεις στα 200.000 τετραγωνικά του, δε χωνέψαμε το μέγεθος.

Μα πώς γίνεται να γεμίσει; Και όμως, μία ώρα και 30.000 εισόδους αργότερα (σύμφωνα με ένα φίλο που είναι καλά πληροφορημένος), ήταν φίσκα με «κυριλέ εναλλακτικούς» σαν εμάς που μπορούσαν να πληρώσουν το τσουχτερό εισιτήριο. (Έξω από το Sonar όλοι οι πραγματικοί εναλλακτικοί να πουλάνε μπύρες και σουβλάκια – κοινωνική διαστρωμάτωση ακόμα και εδώ, τι τα θες).

Ο κόσμος διαρκώς σε κίνηση, χόρευε, μιλούσε, πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα από τον ένα χώρο στον άλλο.

Επειδή το καταστρώσαμε ολίγον αυθόρμητα, δεν είχαμε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μας για να δούμε, το βασικό μας σχέδιο ήταν «ας μας κερδίσει ο καλύτερος». Ξεκινήσαμε τσαλαβουτώντας σε dj sets από εδώ και από εκεί, μέχρι να αρχίσουν οι Madness, τους οποίους όμως τελικώς δεν είδαμε, γιατί την προσοχή μας τράβηξε η Yelle. Η γαλλική μουσική μου φαίνεται πολύ γλυκιά, γιατί ακόμα και το «θέλω να σε δω σε ταινία πορνό» ακούγεται τόσο χαριτωμένο αν το πεις στα γαλλικά… Όμως η τύπισσα είχε καλή σκηνική παρουσία και το live της ήταν pas mal (μα πώς τα μιλάω τα γαλλικά) οπότε μείναμε.

Στη συνέχεια περάσαμε από του Diplo, αλλά λίαν συντόμως αισθανθήκαμε σαν ψηφιακοί ήρωες σε βιντεοπαιχνίδι, οπότε μετά από λίγα λεπτά είπαμε “game over” και κινήσαμε για τον Ewan Pearson, όχι τόσο γιατί μας εντυπωσίασε το πλούσιο βιογραφικό του (τι να πρωτοθυμηθεί κανείς, συνεργασίες με Depeche Mode, Goldfrapp, Ladytron, Franz Ferdinand) αλλά κυρίως επειδή έπαιζε ωραίες σπιτικές house μελωδίες.

Αν και η Róisín Murphy που ακολούθησε ήταν εξίσου καλή στο live, τα αυτιά μας και τα πόδια μας ζητούσαν κάτι δυνατότερο, οπότε κάναμε ένα σάλτο παραδίπλα και πήγαμε στους…

Justiiiice! Ζουστίς, ναι έτσι προφέρεται και είναι ό,τι πιο δυνατό έχω ακούσει τελευταία – Τι; Εγώ είπα ότι η γαλλική μουσική είναι πολύ γλυκιά; Είπα ξείπα, το παίρνω πίσω! Ο ρυθμός απίστευτα δυνατός, δονούσε όλο το σώμα. Τα αυτιά μου δε χόρταιναν την μουσική που ήταν μεν ηλεκτρονική στο άκουσμα, αλλά καθαρά ροκ στην ουσία – μπορείς να χορέψεις ή να κάνεις headbanging – εγώ απλά δε σταμάτησα να χοροπηδάω. Ο ήχος τους κυρίευσε το μυαλό μου και είναι ακόμα εκεί…

Τι άλλο να ζητήσει ο άνθρωπος; Περιπλανηθήκαμε για κάμποσο στο χώρο και τελικά φύγαμε με τους Justice στο μυαλό μας. Μετά από περπάτημα σε ερημιές, απροσδόκητες συνομιλίες, παράξενες διαδρομές, κατέληξα να διασχίζω μόνη μου, 6 τα ξημερώματα, τη Ραβάλ.

Οι δρόμοι έρημοι, ήσυχοι, γαλάζιοι από το φως που μόλις έφτανε στην πόλη. Ήταν η ηρεμία που χρειαζόμουν μετά τη φιέστα. Ήταν πολύ όμορφα, αλλά η έντονη μυρωδιά από κάτουρο (σκεφτείτε ότι στις 3 κάθε βράδυ πλένουν όλους τους δρόμους της πόλης και τρεις ώρες αργότερα μύριζαν πάλι – η Βαρκελώνη είναι γεμάτη από βρομύλους) ήταν εκεί για να μου θυμίσει ότι η ζωή δεν είναι κινηματογράφος, αν και μπορεί να μοιάζει μερικές φορές, και ότι τελικά τα sequel δεν είναι απαραιτήτως κακά…


Υ.Γ. Πάρτε τώρα μια γεύση από Sonar: Justice, We are your friends!




Στη φωτογραφία, το Sonar!!!

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

Razzmatazz... and the nights on the town oh-oh-oh

ENGLISH

Πέμπτη πρωί, δουλειά, σαν το ζόμπι πίνω τον ένα καφέ μετά τον άλλο για να συνέλθω από την αϋπνία. Τα πόδια μου ακόμα πονάνε από το χοροπηδητό. Ναι, καλά καταλάβατε, πάλι κραιπάλιασα, και όπως κάνω μετά από κάθε φιέστα, το ρίχνω στη φιλοσοφία, δηλαδή γράφω κάνα post για να μοιραστώ με την υφήλιο τις πνευματικές ανησυχίες ενός μυαλού που προσπαθεί να συνέλθει από το ξενύχτι και το ποτό.
Ωωωωωχχχ! Χαλάλι, το πάρτι είχε πολύ ωραία μουσική, που κρατούσε τις αρμονίες μεταξύ ντάμπα και ντούμπα, ο κόσμος πολύ φιλικός, σου έπιανε την κουβέντα αλλά η φασαρία δεν άφηνε τη συζήτηση να πάει πολύ μακριά, πέρα από το «Τιιιι; Τι είπεεεες; Δεν ακούωωωωω!», οπότε όλοι χόρευαν σαν τρελοί, χύνοντας τα ποτά τους πέρα δώθε ευτυχισμένοι– το πουά φόρεμα αποδείχτηκε καλή ιδέα, έγινε ακόμα πιο πουά από τους λεκέδες, όμως τα πόδια μου είχαν ένα σοβαρό πρόβλημα με τα ποτά που κολλούσαν, εγχείριση χρειάστηκα για να ξεκολλήσω τα παπούτσια μου από τα πόδια.

Με άλλα λόγια, άξιζε, αλλιώς γιατί να ξεσηκωθώ μεσοβδόμαδα να τρέχω σε κλαμπ…; Χμ, αυτό δεν είναι επιχείρημα, είμαι από τους ανθρώπους που τους τραβάει όσο τίποτα άλλο το απροσδόκητο, η ξαφνική φιέστα, η ξεχωριστή στιγμή. Αυτό που λέω πάντα στον εαυτό μου είναι «αν μείνω σπίτι, ξέρω τι θα γίνει… αν βγω όμως;». Κάθε ανάμνηση είναι πολύτιμη για τη συλλογή μου, τη συλλογή μου από στιγμές (Προσοχή προσοχή! Μετακραιπαλικές μεταμεθυσιακές σκέψεις ακολουθούν!!!).

Κάποιες φορές νιώθω σαν τον ήρωα του Ρένου Χαραλαμπίδη στα Φτηνά Τσιγάρα, Μια ταινία όπου δε γίνεται τίποτα το ιδιαίτερο – δύο άνθρωποι που συναντιούνται τυχαία και κάνουν βόλτα στην καλοκαιρινή Αθήνα μέχρι τα ξημερώματα – όμως συμβαίνουν τόσα πολλά…

Όπως και εκείνος, έτσι και εγώ είμαι ένας συλλέκτης στιγμών. Και όπως κάθε συλλέκτης, έχω τους αγαπημένους καλλιτέχνες. Αυτούς που ονομάζω «μάγους στιγμών», που είναι ικανοί να σε τρέχουν σε φιέστες μεσοβδόμαδα, να παρακινούν αυθόρμητες συναυλίες σε κλειστά θέατρα, να σε καλούν σε συναντήσεις κάτω από τη βροχή, να σε φέρνουν κοντά στους πιο παράξενους ανθρώπους, να σε βάζουν να χορεύεις σε σκυλάδικα στην εθνική, να σου διαβάζουν άρλεκιν κάτω από τα φώτα του δρόμου, να σε καλούν σε διακριτικές κατασκοπείες με φωσφοριζέ καπέλα και αντίσκηνα παραμάσχαλα (δεν είναι σουρεαλιστικό ποίημα, είναι η ζωή μου).

Πώς τους ξεχωρίζεις; Γίνε λίγο παρατηρητικός. Θα τους δεις να παρατηρούν την αντανάκλαση του κόσμου στην ανάποδη πλευρά ενός κουταλιού, να χαράζουν με τα καλά τους παπούτσια στο χώμα το όνομα του αγαπημένου τους, να ζωγραφίζουν στους τοίχους όταν νομίζουν ότι κανείς δε τους βλέπει, να ξεκινούν για τη δουλειά με το skateboard στο ένα χέρι και το χαρτοφύλακα στο άλλο, να ψάχνουν επί δέκα λεπτά ποιο τραγούδι ταιριάζει να σου βάλουν σε μια πεντάλεπτη διαδρομή με το αυτοκίνητο, να ζωντανεύουν με τα λόγια και τη μουσική τόπους όπου δεν έζησες ποτέ…

Οι «μάγοι στιγμών» είναι άνθρωποι που μπαίνουν στη ζωή σου και την κάνουν λίγο πιο κινηματογραφική. Έρχονται, σκάνε σαν βόμβα και μετά μπορεί να φύγουν το ίδιο ξαφνικά. Το ξέρεις ότι θα ξανάρθουν, αλλά μπορεί και να μη τους ξαναδείς ποτέ. Είναι σαν τον άνεμο. Ή το κύμα της θάλασσας. Ποτέ δε τους πιάνεις, ποτέ δεν ξέρεις τι σκέφτονται. Και πού θα σε βγάλει μαζί τους. Αν σε μαγεύει η στιγμή, είναι ό,τι καλύτερο. Αν θέλεις διάρκεια, μπορεί να σε απογοητεύσουν (ή και όχι, αυτό το απροσδόκητο είναι κομμάτι της γοητείας τους). Μπορείς να βασίζεσαι στη φιλία και τη βοήθειά τους, αλλά όχι και στην διαρκή παρουσία τους.

Και όταν έρθει η στιγμή να φύγουν, πρόσεξε να μείνεις μόνο μέχρι τους τίτλους του τέλους και να μην πας να δεις και το sequel – τα νούμερο δύο δεν είναι ποτέ τόσο καλά όσο η αρχική ταινία, χαλάνε την μοναδικότητα της στιγμής. Να ξέρεις πότε να λες αντίο και να προσπαθείς να μην το παίρνεις κατάκαρδα. Και το αντίο μια στιγμή είναι. Ζήσε την, μη την φορτώνεις με λόγια, βρες μόνο τα σωστά ή δανείσου τα από άλλους:

Θα ήθελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω

Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη

Σαν μια μπόρα

Ούτε που πρόλαβα ν’ αρχίσω

Ούτε που πρόλαβα να σου πω τη μοναδική μου ιδιότητα

Είμαι συλλέκτης

Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου:

Στιγμές

Όταν έχω αυτό τον ξαφνικό πόθο να πετάξω

Και δεν έχω πού να πετάξω

Κρύβομαι στη συλλογή μου

Γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές, τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές

Σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια, λόγια…

Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά

Η ζωή ξέρει

Και εγώ την εμπιστεύομαι

Είμαι από αυτούς

Που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα

(Ρένος Χαραλαμπίδης, «Φτηνά Τσιγάρα»)

Υ.Γ.: Ο τίτλος κανονικά ήταν “This magic moment”, εμπνευσμένος από το Lou Reed, αλλά σήμερα δεν μπορώ να βγάλω το Razzmatazz των Pulp από το μυαλό μου, οπότε το άλλαξα. Πάρτε λοιπόν μια γεύση από Pulp και από Razzmatazz Club (ξέρω, τα μουσικά μου γούστα είναι ολίγον πολυσυλλεκτικά):



Στη φωτογραφία το club Razzmatazz χθες το βράδυ…