Θα διασχίσεις
Ένα πρωινό τον κόσμο
Και θα είναι πιο όμορφα και από ένα όνειρο
Γιατί μια καινούρια αγάπη θα χύνεται σαν μέλι
Και από ένα σημείο της γης αυτός ο ήλιος θ’ ανατέλλει
Τα λόγια αυτά ακούγονταν σαν υπόσχεση μέσα στο κεφάλι μου, τη στιγμή που έβλεπα την ανατολή μέσα από το αεροπλάνο, περίπου πριν από ένα χρόνο. Προσγείωση. Σε μια πόλη τυλιγμένη στην ασάφεια του αγνώστου και το κρύο του χειμώνα. Σε ένα άγνωστο σπίτι, όπου λίγο αργότερα οι στίχοι αυτοί ακούστηκαν ξανά… «Βρε μπας και έχω παραισθήσεις;» - τελικά όχι, ο συγκάτοικος είχε βάλει να ακούσει το «Κλεμμένο ποδήλατο» των Στέρεο Νόβα, χωρίς να ξέρει ότι όλη τη μέρα έπαιζε μέσα στο μυαλό μου…
Είχα ξανάρθει εδώ άλλες δύο φορές· όμως η πόλη των διακοπών δεν έμοιαζε με την πόλη όπου ζούσα τώρα. Ως επισκέπτης τραβάς φωτογραφίες τα κτίρια του Gaudi και νομίζεις ότι αυτή είναι η πόλη, ένα καρτ-ποστάλ. Ως κάτοικος όμως νιώθεις ότι η ομορφιά της δεν είναι αυτή… Αλλά ποια είναι; Οι δρόμοι του Γκότικο ένας λαβύρινθος, η ομοιομορφία της Εισάμπλε αφόρητη, η μυρωδιά της πόλης –μπάφος και κάτουρο: “l’ eau de Barcelone” που λέει ειρωνικά ο κολλητός- αποπνικτική, το πλήθος των ανθρώπων που περπατάνε ή παραπατάνε μεθυσμένοι ανυπόφορο.
Καθώς όμως το πλέγμα του Γκότικο και του Ραβάλ άρχισε να παίρνει σχήμα στο μυαλό μου, καθώς η ομοιομορφία της αστικής ζώνης άρχισε να σπάει και τα ονόματα των δρόμων να γίνονται γνώριμα, η πόλη έγινε εγώ και εγώ η πόλη. Με άλλαζε με τις εικόνες και τις εμπειρίες που εισέβαλλαν στη ζωή μου, την άλλαζα φθείροντας με τα παπούτσια μου τους χιλιοπατημένους δρόμους της· ενώνοντας την ανάσα μου με τον αέρα της· προσθέτοντας τη φωνή μου στο θόρυβό της· ενσωματώνοντας τη δράση μου στην κίνησή της.
Και ο ήλιος όντως ανέτειλε· ζεσταίνοντας την πόλη, φωτίζοντας τις γκρίζες γωνίες της, που περίμεναν από εμένα να τις ζωγραφίσω, σαν ολόλευκος καμβάς. Τα χρώματα: οι εμπειρίες μου. Σε αυτή τη γωνία χάθηκα / σε αυτή τη γειτονιά περπάτησα / σε αυτό το δρόμο απελπίστηκα / εδώ έκλαψα / εκεί μέθυσα / παρακεί φίλησα / λίγο πιο πέρα αγάπησα… την πόλη και τους ανθρώπους.
Ανθρώπους από κάθε γωνιά της γης με τους οποίους μας ένωσαν δυο πράγματα: η απόφασή μας να έρθουμε σε αυτό τον τόπο και μια λάμψη στα μάτια, που έδειχνε ότι θα «κολλήσουμε».
Μια πόλη είναι όλοι οι άνθρωποι που την περπάτησαν και την περπατάνε, που ανέπνευσαν, ονειρεύτηκαν και σκόνταψαν στους δρόμους της. Και η Βαρκελώνη από αυτή την άποψη είναι απέραντη, αφού τη διαβαίνουν άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο, δίνοντάς της ύλη, εικόνα και ψυχή από τόπους μακρινούς. Σου προσφέρεται ως σκηνικό και ως ψυχή της δράσης. Κάθε γωνία μπορεί να σου επιφυλάσσει μια ξεχωριστή εικόνα, μια όμορφη στιγμή. Η ομορφιά της είναι η ζωή στους δρόμους, το γέλιο, η μουσική. Περιπλανήσου στους δρόμους της και αφουγκράσου· θα φτάσουν στα αυτιά σου οι ήχοι ενός θρήνου φλαμένκο, τύμπανων, εξωτικών οργάνων, ανθρώπων που μιλούν ακατάπαυστα· είναι ο ρυθμός της πόλης, που σε λίγο συντονίζεται με την καρδιά σου.
Υ.Γ.: Ο τίτλος La Rumba de Barcelona είναι φυσικά από τον Manu Chao· δεν μπορώ να φανταστώ τραγούδι που να ταιριάζει καλύτερα σε αυτή την πόλη!
Και στη φωτογραφία, ένα στιγμιότυπο από τους δρόμους της Βαρκελώνης...